Λίγο πριν το τέλος του 20ου αιώνα, άρχισαν σημαντικές μεταβολές στον τρόπο που επικοινωνούμε και στον τρόπο που μεταδίδουμε την πληροφορία, και συνεπώς και στο περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης. Μεταβολές που συνεχίζονται ακόμα και σήμερα και που δεν είναι αυτόνομες από τις πολιτικές και τις πολιτιστικές μεταβολές. Έχουμε, άρα, υποχρέωση να τις παρακολουθούμε πάντα σε συνάρτηση με αυτές. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας αποτέλεσε το μοχλό παγκοσμιοποίησης της πληροφορίας και άρα και της ενημέρωσης.
Η «γεωγραφία» της ενημέρωσης άλλαξε, όπως επισημαίνουν οι Ντέιβιντ Μόρλεϊ και Κέβιν Ρόμπινς (Robins & Morley, 1995). Η νέα γεωγραφία χαρακτηρίζεται από τα παγκόσμια δίκτυα και ένα διεθνή-παγκόσμιο χώρο όπου εισέρχεται η πληροφορία. Χαρακτηρίζεται επίσης από την κρίση της εθνικής ταυτότητας και από νέες μορφές περιφερειακής και τοπικής δραστηριότητας ή και έντασης.
Χαρακτηρίζεται τέλος και από μια πολύμορφη οικονομική κρίση η οποία επανέρχεται σε κύματα από την πρώτη δεκαετία, κιόλας, του νέου αιώνα.
Η (σχεδόν παντού πια) ελεύθερη διακίνηση ή ακόμα και η ροή ανθρώπων, πολιτισμών, αγαθών και πληροφορίας δείχνει ότι δεν υπάρχουν πια τα φυσικά όρια του παρελθόντος, τα οποία καθόριζαν το «έθνος» ή την κοινότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί, εδώ και καιρό, να κάνει κτήμα των Ευρωπαίων την πραγματικότητα αυτή, χωρίς πάντα να το επιτυγχάνει. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ότι η γεωγραφική ανακατανομή εκλαμβάνεται από τους λαούς ως απειλή στην εθνική κυριαρχία.
Στο πλαίσιο αυτό, η πληροφορία παίζει διπλό ρόλο. Από τη μία, αποτελεί αντικείμενο ροής, αγαθό από μόνη της, και μάλιστα αγαθό, το οποίο κοστίζει ακριβά (παρ’ όλο που μοιάζει να μην κοστίζει τίποτα). Από την άλλη πλευρά είναι το όχημα της «προπαγάνδας», με την οποία, η νέα ιδεολογία και η νέα γεωγραφική κατανομή προσπαθούν να γίνουν γνωστές και κατανοητές.
Πληροφορία και επικοινωνία είναι τα μεγάλα όπλα του πολέμου. Η προπαγάνδα –η οποία μεταφράζεται ως η ελεγχόμενη ροή πληροφοριών- είναι το μεγάλο όπλο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αντίθετα η πλήρης και ανεμπόδιστη ροή πληροφοριών, όπως και η πλήρης και ανεμπόδιστη επικοινωνία αποτελούν χαρακτηριστικά της ειρήνης και της δημοκρατίας.
Όσο για την οικονομική διάσταση, η ταχύτατη διάδοση των πληροφοριών συμβάλλει άμεσα στην έξαρση ή την ύφεση της κρίσης.
Θα ήταν άστοχο, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια εικόνα της εξέλιξης της δημοσιογραφίας παρουσιάζοντας μόνο τα τεχνικά εργαλεία, τα οποία αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου, χωρίς να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το χώρο μέσα στον οποίο κινείται και το ρόλο τον οποίο καλείται να παίξει.
Η έννοια Computer Assisted Reporting (CAR) ή αλλιώς Computer Assisted Journalism (CAJ), η οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ τις δεκαετίες 1980-1990 και η οποία είναι προγενέστερη της χρήσης του διαδικτύου, δεν έφτασε ποτέ μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο, παρ’ όλο που όχι μόνο ο όρος αλλά και οι αντίστοιχες πρακτικές διδάσκονταν στα πανεπιστημιακά τμήματα Ευρώπης και Αμερικής.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι πρώτοι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα απέκτησαν πρόσβαση στο διαδίκτυο και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ήταν ένα παράθυρο που τους έφερε σ’ επαφή, κυρίως με το εξωτερικό, αφού για να δημιουργηθεί ελληνικό περιεχόμενο πέρασε περίπου μία δεκαετία ακόμη. Εκείνη την εποχή, οι δημοσιογράφοι στις εφημερίδες και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα χρησιμοποιούσαν τερματικά με το «σύστημα», όπως ονομαζόταν, δηλαδή το λειτουργικό σύστημα που έστελνε το κείμενο στη φωτοσύνθεση. Και πάλι όμως, μέχρι και την ημέρα που έκλεισε η «Ελευθεροτυπία», τον Δεκέμβριο του 2011, οι δημοσιογράφοι πήγαιναν τα κείμενα τυπωμένα στον αρχισυντάκτη (από το ίδιο σύστημα, το οποίο ήταν πια μια εφαρμογή στα windows), ο οποίος τα διόρθωνε με το χέρι και τα έστελνε στη φωτοσύνθεση να «περαστούν οι αλλαγές».
Έτσι λοιπόν, στην ελληνική πραγματικότητα, συνυπάρχουν επαγγελματίες οι οποίοι ξέρουν μόνο να χρησιμοποιούν επεξεργαστή κειμένου, browser και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μαζί με άλλους που είναι ικανοί να μοντάρουν ήχο και εικόνα, να χρησιμοποιήσουν προηγμένα εργαλεία, να εκμεταλλευτούν πλήρως τις δυνατότητες του Web 2.0. Σε λίγα χρόνια οι διαφορές δεν θα υπάρχουν πια, όσο θα απομακρύνονται οι παλιότερες γενιές και θα εισέρχονται καινούργιες, «γηγενείς» του πλανήτη εφαρμογές της πληροφορικής.
Ακόμα όμως και στη μεταβατική αυτή φάση, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τομείς, όπου η δημοσιογραφία αλλάζει τόσο στην πρακτική όσο και στην ουσία της. Μέχρι στιγμής μιλούσαμε κυρίως για τη διάδοση και την ανεύρεση της πληροφορίας, τώρα μπορούμε, πλέον να διακρίνουμε και τις αλλαγές στην ίδια τη δημοσιογραφία.
Ο πρώτος τομέας είναι η «διαχείριση», ο δεύτερος η «διερεύνηση» και ο τρίτος η «διάχυση». Ή αλλιώς, τα τρία Δ της νέας δημοσιογραφίας, τα οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Πριν όμως εμβαθύνουμε στα τρία Δ, θα εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής αφήγησης.
Η ψηφιακή αφήγηση
Πολλές εργασίες έχουν υποστηρίξει ότι η δημοσιογραφία στο διαδίκτυο είναι ένα άλλο είδος δημοσιογραφίας, εξαιτίας των μοναδικών χαρακτηριστικών του μέσου. Ο Deuze (Deuze, 2011, p. 288) μάλιστα αναφέρεται σ’ ένα «τέταρτο» είδος δημοσιογραφίας, που στέκεται πλάι στον Τύπο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Κάποιοι άλλοι μιλούν για αλλαγή παραδείγματος στη δημοσιογραφία.
Κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι το διαδίκτυο άλλαξε τη δημοσιογραφία και συνεχίζει να την αλλάζει. Η διαδραστικότητα, το υπερκείμενο, τα πολυμέσα και η ασύγχρονη επικοινωνία είναι τα τέσσερα κύρια χαρακτηριστικά του διαδικτύου σύμφωνα με τον Bardoel (Bardoel, 2002). Με την ανάδυση των μέσων κοινωνικών δικτύων, κάποιοι μίλησαν για τον θάνατο της δημοσιογραφίας θέλοντας να τονίσουν την πολύ σημαντική αυτή αλλαγή, όπου οι απλοί χρήστες θα μπορούσαν να παράγουν το δικό τους περιεχόμενο σε διαφορετικές μορφές. Οι αναγνώστες (ή οι χρήστες) έχουν την ευκαιρία πλέον να συμμετάσχουν στην παραγωγή περιεχομένου (Σιαπέρα & Δημητρακοπούλου, 2012).
Από δω και πέρα οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν μια διπλή πρόκληση. Πρέπει να επιβεβαιώνουν τις πηγές και να διηγούνται ιστορίες αλλά θα πρέπει επίσης να σερφάρουν και να επιμελούνται περιεχόμενο (curate). Αυτό σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν νέες δεξιότητες και να προσαρμοστούν στην νέα εποχή. Και την ίδια στιγμή, ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος βρίσκεται μπροστά τους.
Στην «πρωτόγονη» εποχή της ψηφιακής δημοσιογραφίας ήταν κοινός τόπος ότι τα online μέσα ενημέρωσης θα καταργούσαν τον χρόνο και το χώρο (με την έννοια της άμεσης δημοσιοποίησης της είδησης και του μεγέθους του άρθρου ή του βίντεο) και ότι τα σχόλια των χρηστών θα μπορούσαν εύκολα να ενσωματωθούν σ’ ένα περισσότερο περίπλοκο είδος γραψίματος, το υπερκείμενο. Το υπερκείμενο υπήρξε μια επανάσταση με όρους αναφορών στο κείμενο ή αρχειοθέτησής του (Καϊμάκη, 1997, p. 49). Αυτό ήταν και το πρώτο ορόσημο της ψηφιακής αφήγησης στη δημοσιογραφία.
Καθώς αναπτύσσονται τα εργαλεία του Web 2.0 γίνεται αποδεκτό ότι ο αναγνώστης/χρήστης θα είχε πολύ περισσότερο συμμετοχικό ρόλο στο περιεχόμενο των μέσων στο διαδίκτυο και αυτό αποτελεί το δεύτερο ορόσημο. Αρχίζουν να δοκιμάζονται και τα γραφικά, τα οποία παίζουν ένα σημαντικό αλλά όχι ακόμα μείζονα ρόλο στα μέσα στο διαδίκτυο. Κάποια πρακτορεία ειδήσεων παράγουν και πολυμεσικό περιεχόμενο όπως «χρονολόγια» (timelines) ή διαδραστικούς χάρτες αλλά ακόμα πρόκειται για την εξαίρεση και όχι για τον κανόνα.
Γιατί λοιπόν είναι τόσο δύσκολο να περάσουμε στην επόμενη φάση της ψηφιακής αφήγησης, η οποία θα ενσωματώνει πλήρως όλες τις μορφές περιεχομένου;
Μία από τις απαντήσεις θα μπορούσε να είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ακόμα έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν πολυμεσικά εργαλεία, ούτε ακόμη και τα απλά. Δεν είναι «γηγενείς» του πλανήτη τεχνολογία και η κύρια ενασχόλησή τους είναι με το περιεχόμενο κι όχι με τον τρόπο παρουσίασής του. Γιατί δεν μοιάζουν να κατανοούν ότι ο «τρόπος είναι το περιεχόμενο» κατά τον ίδιο τρόπο που ο Mac Luhan δήλωνε τη δεκαετία του 1960 ότι το μέσο είναι το μήνυμα.
Τι θα μας έδειχνε μια φευγαλέα ματιά στο μέλλον (που ίσως θα έπρεπε να είναι ήδη το παρόν); «Εξειδικευμένοι δημοσιογράφοι, ό,τι κι αν είναι: παρουσιαστές, εκλογολόγοι, δημιουργοί διαδραστικών κινουμένων σχεδίων, γραφιάδες, οπερατέρ, θα αφιερώνουν χρόνο για την κατανόηση των τεχνολογικών αλλαγών στον τομέα τους και για τον πειραματισμό με νέα εργαλεία και τεχνικές» (Anderson , Bell, & Shirky, p. 43). «Για να διηγηθούν ιστορίες στην ψηφιακή εποχή, οι ρεπόρτερ, οι συντάκτες, οι φωτορεπόρτερ θα πρέπει να αποκτήσουν νέες δεξιότητες – και να το κάνουν αυτό με πάθος» (Franco, 2008). Μοιάζει να είναι αδιέξοδο.
Δεν χρειάζεται καν να επενδύσει κανείς χρήματα σε αυτό. Όπως σημειώνει ο Outing (Outing, 2012), στο δίκτυο υπάρχει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από δωρεάν εργαλεία, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη δημοσιογραφική ψηφιακή αφήγηση. Για τις παρουσιάσεις υπάρχει το prezi, για τους χάρτες το meograph, για συνδυασμό φωτογραφίας και βίντεο το vuvox, για τη δημιουργία βίντεο το animoto. Είναι τόσα πολλά που είναι αδύνατον να τα αναφέρουμε όλα, ενώ κάθε μέρα που περνά δημιουργούνται και καινούργια. Και ας κάνουμε, μια ιδιαίτερη αναφορά στο Storify, το οποίο είναι ένα εργαλείο επιμέλειας (curation) των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ιδίως του Twitter και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ψηφιακών «ρεπορτάζ» μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Είναι ένα από τα εργαλεία που έχουν αρχίσει δειλά να χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για την παραγωγή πολυμεσικού περιεχομένου αλλά και για την επιμέλεια (curation) ακόμα και στην Ελλάδα.
Ωστόσο, παρά την πλειάδα των εργαλείων η ψηφιακή αφήγηση εισέρχεται με μεγάλη διστακτικότητα στην κουλτούρα των μέσων ενημέρωσης. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι τα μεγάλα μέσα διστάζουν να επενδύσουν σε αυτή, παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει τρεις σημαντικές διαπιστώσεις:
Οι νεαροί καταναλωτές ειδήσεων απλά και ξεκάθαρα δεν ενδιαφέρονται για τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης (Beaujon, 2012).
Το μέλλον της βιομηχανίας των μέσων βρίσκεται στον ψηφιακό κόσμο (Jarvis, 2012).
Η ψηφιακή αφήγηση μπορεί να βοηθήσει τους δημοσιογράφους να διηγηθούν εντελώς διαφορετικές ιστορίες, όπως δεν θα μπορούσαν να το κάνουν μόνο με κείμενο, εικόνα, ήχο ή βίντεο αλλά χρειάζονται όλα τα παραπάνω (Stanoevska-Slabeva, Sacco, & Giardina, 2014).
Οι παραπάνω διαπιστώσεις σε συνδυασμό με την ανάδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει νέα μονοπάτια προς εξερεύνηση στην ψηφιακή αφήγηση των ειδήσεων. Αναφορές σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και μαρτυρίες είναι ένα μικρό κομμάτι από την ψηφιακή αφήγηση. «Οι άνθρωποι» (όπως για παράδειγμα οι πολιτικοί) τοποθετούνται στο κέντρο των ειδήσεων ως μονάδες ή ως σύνολο (κοινότητες ή άτομα σε διαφορετικές καταστάσεις στη χώρα τους). Οι μονάδες ή τα σύνολα γίνονται σημαντικά όταν έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν.
Έχει συζητηθεί εκτενώς το γεγονός ότι οι χρήστες έχουν βρει διέξοδο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να αντιστρέψουν κυβερνητική προπαγάνδα που διαχέεται μέσα από τα κλασσικά κανάλια σε καιρούς κρίσης και να κάνουν γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο την πραγματικότητα στην χώρα τους. Αυτό είναι απόδειξη του γεγονότος ότι το δημοκρατικό έλλειμμα σπρώχνει τους ανθρώπους να βρουν εναλλακτικούς δρόμους για να φέρουν την αλήθεια στο φως. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας από αυτούς τους δρόμους. Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποίησαν τις μαρτυρίες αυτές για να περιγράψουν την πραγματική κατάσταση: πληροφορίες, εικόνες, βίντεο επαληθεύονται για να μπουν σε δημοσιογραφικά κείμενα, αρκετά από τα οποία χρησιμοποιούν τεχνικές ψηφιακής αφήγησης.
Η εξέγερση της Αραβικής Άνοιξης έγινε αντικείμενων πολλών μελετών, κυρίως σχετιζόμενων με την όλο και αυξανόμενη σημασία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ανέδειξαν δε αυτό που ήδη ονομαζόταν «δημοσιογραφία των πολιτών» και το προσανατόλισαν προς το «user-generated content», δηλαδή δημοσιογραφικό περιεχόμενο που παράγεται από τους χρήστες. Το περιεχόμενο αυτό, πρέπει να αξιολογηθεί και να επιβεβαιωθεί από τους δημοσιογράφους. Οδηγεί, έτσι στο πρώτο Δ, τη διαχείριση.
Η Διαχείριση
Η διαχείριση αναφέρεται στον τρόπο της συγκέντρωσης και της μετάδοσης της πληροφορίας. Με τις τεράστιες δυνατότητες ανεύρεσης πληροφοριών είτε από επίσημες πηγές είτε από τους πολίτες που προσφέρει το διαδίκτυο καθώς και με τη σύγκλιση των τεχνολογιών, ο παλιός καταμερισμός εργασίας δεν έχει πια νόημα.
Οι έρευνες στο πεδίο άρχισαν αρκετά νωρίς. Ήδη το 2000 η ένωση IFRA [(INCA-FIEJ Research Association όπου INCA είναι τα αρχικά του International Newspaper Colour Association και FIEJ είναι τα αρχικά του Fédération Internationale des Editeurs de Journaux] ανέπτυξε την ιδέα του Newsplex.
Σύμφωνα με το Newsplex η σύγκλιση οδηγούσε σε νέα διαμόρφωση της δημοσιογραφικής αίθουσας (Newsroom) και τη δημιουργία τεσσάρων νέων δημοσιογραφικών ειδικοτήτων.
Ο Μάνατζερ Ροής Ειδήσεων παρακολουθεί όλες τις ειδήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, διαμοιράζει πηγές και πρωτογενές υλικό σε αυτές και στέλνει το πακέτο στο Newsroom.
Ο Δημιουργός της Είδησης επιβλέπει όλες τις πτυχές μιας συγκεκριμένης είδησης και συντονίζει τους δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ, τεχνικούς που εργάζονται σ’ αυτήν.
Ο Τεκμηριωτής της Είδησης είναι ένας ειδικός της πληροφορίας με καθήκον να ψάχνει σε αρχεία, βάσεις δεδομένων, το Διαδίκτυο για πληροφορίες που θα «ντύσουν» συγκεκριμένες ειδήσεις.
Ο Πολυτάλαντος Δημοσιογράφος είναι ένας ρεπόρτερ που φέρνει τις ειδήσεις, προσαρμοσμένες σε καθένα από τα διαφορετικά μέσα ενημέρωσης που εξυπηρετεί το Newsroom.
Τι μπορούν να κάνουν οι δημοσιογράφοι σήμερα χρησιμοποιώντας το Διαδίκτυο:
Να έχουν αυξημένη πρόσβαση σε πληροφορίες
Να έχουν περισσότερες εναλλακτικές πηγές, ακόμα και από τους χρήστες
Να έχουν αυξημένη πρόσβαση σε διεθνείς πληροφορίες
Να διασταυρώνουν πληροφορίες
Να έχουν ανά χείρας εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες
Να έχουν πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων
Να έχουν πρόσβαση σε αρχεία άλλων μέσων
Να μειώσουν τον όγκο των αρχείων τους
Μέχρι στιγμής ο δημοσιογράφος ήταν ο ανιχνευτής και κατόπιν ο σκηνοθέτης των πληροφοριών. Σήμερα ο ρόλος της ανεύρεσης των πληροφοριών διαφοροποιείται σημαντικά ενώ ο ρόλος της σύνθεσης και της ανάλυσης γίνεται όλο και πιο σύνθετος. Το λογισμικό επιφορτίζονται το βάρος της έρευνας και ο δημοσιογράφος είναι περισσότερο ελεύθερος να ασχοληθεί με την εκτίμηση, την κριτική, την ιεράρχηση των πληροφοριών. Η αξία του Τύπου βρίσκεται στην απόσταση που κρατά από τα γεγονότα και την κριτική του άποψη απέναντι σε αυτά και όχι από την απλή παράθεση των γεγονότων.
Η σωστή διαχείριση της πληροφορίας ανοίγει νέους ορίζοντες. Η πληροφορία είναι πλέον διαθέσιμη και ο δημοσιογράφος μπορεί να αφιερωθεί στην εμβάθυνσή της, την συσχέτισή της, την ανάλυσή της. Αυτό με τη σειρά του, ανοίγει νέους ορίζοντες στη Διερεύνηση, στην άσκηση με νέα εργαλεία και σε νέα πεδία της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Η Διερεύνηση
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η δημοσιογραφική έρευνα θεωρούνταν περίπου ρεπορτάζ ή αναλυτικό ρεπορτάζ, όπως πολλοί τη χαρακτήριζαν. Μετά την έκρηξη των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, άρχισε να εξελίσσεται σε αυτόνομο δημοσιογραφικό είδος, καθώς οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί έπρεπε να ανακαλύψουν κάτι καινούργιο για να γεμίζουν το ειδησεογραφικό πρόγραμμά τους, αφού και τα δελτία ειδήσεων δεν τους παρείχαν την ποσότητα των θεμάτων που απαιτούνται. Έτσι, η δημοσιογραφική έρευνα αποσυνδέθηκε από το ρεπορτάζ και παραδόθηκε στους δημοσιογράφους για «καλλιέργεια».
Πριν περάσουν πολλά χρόνια η «καλλιέργεια» αυτή απέδωσε σημαντικούς καρπούς και πλέον η έρευνα ασκείται από εξειδικευμένους ερευνητές δημοσιογράφους, όχι μόνο για λογαριασμό των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, αλλά και για λογαριασμό των έντυπων μέσων. Σ’ αυτό συμβάλλουν και η πληροφορική και επικοινωνιακή επανάσταση, που εξασφάλισαν στο δημοσιογράφο ασύνορες δυνατότητες πρόσβασης σε πληροφορίες, κάτι που στο παρελθόν φαινόταν πολύ μακρινό όνειρο.
Σήμερα, η ερευνητική δημοσιογραφία επεκτείνεται όλο και περισσότερο προσεγγίζοντας και τον παραμικρό χώρο της δράσης και του προβληματισμού του ατόμου και της κοινωνίας. Κυρίαρχοι στόχοι της είναι η, σε βάθος, ενημέρωση της κοινής γνώμης για ζητήματα, τα οποία το ρεπορτάζ καλύπτει μόνο επιδερμικά, η αποκάλυψη της αλήθειας, η παρακίνηση της κοινωνίας σε δράση και η αφύπνιση τόσο των πολιτών όσο και των αρμοδίων που φέρουν την ευθύνη για τη συσσώρευση των προβλημάτων.
Εργαλεία και κλάδοι της ερευνητικής δημοσιογραφίας
Α. Wikileaks
Το WikiLeaks είναι ένας διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός, ο οποίος δημοσιεύει έγγραφα από ανώνυμες πηγές και διαρροές που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα έβγαιναν στη δημοσιότητα. Άρχισε να λειτουργεί το 2006 και ήδη μέσα στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, ο ιστότοπος ανακοίνωσε πως η βάση δεδομένων του περιελάμβανε περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα. Ο οργανισμός αυτοχαρακτηρίζεται ως «πνευματικό παιδί» Κινέζων αντιφρονούντων, καθώς και δημοσιογράφων, μαθηματικών και νεοσύστατων εταιρειών τεχνολογίας από τις Η.Π.Α., την Ταϊβάν, την Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. Ένας από τους ιδρυτές του Wikileaks, αυτός που θεωρείται ως ο «πατέρας» του είναι ο Τζούλιαν Ασάντζ, ένας Αυστραλός δημοσιογράφος και ακτιβιστής του διαδικτύου. Οι προσωπικές του περιπέτειες με την δικαιοσύνη των έχουν φέρει σήμερα έγκλειστο στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, όπου έχει μεν βρει άσυλο αλλά και δεν μπορεί να την εγκαταλείψει. Οι περιπέτειές του αυτές, άμεση συνέπεια των αποκαλύψεων των Wikileaks επισκιάστηκαν μόνο από εκείνες ενός άλλου διάσημου πλέον «whistleblower», του Εντουαρντ Σνόουντεν, ο οποίος έχει βρει καταφύγιο στη Ρωσία.
Το WikiLeaks αποσκοπεί στην αποκάλυψη των παράνομων και ανήθικων δραστηριοτήτων των ισχυρών. Ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν ότι ως οργανισμός περιορίζει την κριτική του σε ένα επίπεδο συνωμοσιολογίας (κριτικής «κακών υπαλλήλων ή ανήθικων εταιριών» χωρίς να αμφισβητεί ποτέ το ίδιο το σύστημα), αναγνωρίζουν την σημασία των αποκαλύψεων του. Επιπρόσθετα, δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του ολόκληρο το τεκμηριωμένο υλικό και όταν στα στοιχεία εμφανίζονται ονόματα, η δημοσίευση των οποίων μπορεί να φέρει σε κίνδυνο τη ζωή ανθρώπων, τα αφαιρεί.
Το WikiLeaks έχει κερδίσει πολλά βραβεία, ένα από τα οποία είναι το βραβείο Νέου Μέσου (2008), ενώ το 2009 βραβεύτηκαν το WikiLeaks και ο ιδρυτής του από τη Διεθνή Αμνηστία με το UK Media Award και ένα χρόνο μετά η «New York Daily News» το κατέταξε πρώτο στη λίστα των ιστοσελίδων που θα μπορούσαν να αλλάξουν εντελώς τη ειδησεογραφία.
Η πρώτη του μεγάλη αποκάλυψη ήταν η διαρροή εγγράφων για τον πόλεμο στο Ιράκ: μιας συλλογής από 391.832 έγγραφα των ΗΠΑ που αφορούσαν το διάστημα 2004-2009. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διαρροή στην στρατιωτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» ανέφερε ότι οι αρχές των ΗΠΑ απέτυχαν να διερευνήσουν εκατοντάδες αναφορές για κακομεταχείριση, βασανιστήρια, βιασμούς και δολοφονίες ακόμη και από την ιρακινή αστυνομία και τους στρατιώτες. Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, κάποιες φορές, τα αμερικανικά στρατεύματα ταξινόμησαν θανάτους αμάχων ως απώλειες του εχθρού. Για παράδειγμα, το 2007 ύστερα από αεροπορική επιδρομή στη Βαγδάτη από Αμερικάνικα ελικόπτερα σκοτώθηκαν δύο δημοσιογράφοι του Reuters μαζί με πολλούς άνδρες νομίζοντας ότι είναι οπλισμένοι και έχοντας υποψίες ότι είναι αντάρτες. Όλοι αυτοί, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, αναφέρονται ως «εχθρός που σκοτώθηκε εν δράσει». Τα wikileaks αποκάλυψαν επίσης επεισόδια όπου ο αμερικανικός στρατός σκότωσε 700 πολίτες κοντά στα σημεία ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων γυναικών και ψυχικά ασθενών.
Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο σε μια ιστορία που είναι γνωστή σε όλους. Ωστόσο η ερώτηση εάν το wikileaks επιτελούν δημοσιογραφικό έργο ή όχι απαντήθηκε από τον ίδιο τον Ασάνζ σε μία συνέντευξή του στον αρχισυντάκτη του περιοδικού «TIME», Richard Stengel (ηλεκτρονικά μέσω Skype, 30 Νοεμβρίου 2010).
Κάποια στιγμή ο Στένγκελ τον ρωτά: «Θα ήθελα να σας κάνω μια γενικότερη ερώτηση για το ρόλο της τεχνολογίας και τον αναδυόμενο κόσμο των κοινωνικών δικτύων. Πώς αυτό επηρεάζει το στόχο σας για μια πιο διαφανή και ανοιχτή κοινωνία; Φαντάζομαι ότι τον διευκολύνει». Ο Ασάνζ απαντά: «Όταν ξεκινήσαμε, πιστεύαμε ότι την αναλυτική εργασία θα την έκαναν οι bloggers και οι άνθρωποι που γράφουν τα άρθρα στη Wikipedia. Αλλά τελικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο κύριος όγκος της ανάλυσης που γίνεται με βάση το υλικό που δημοσιεύουμε γίνεται από επαγγελματίες δημοσιογράφους και επαγγελματίες ακτιβιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δεν γίνεται από την ευρύτερη κοινότητα. Δεν μπορείς να περιμένεις άρθρα από ανθρώπους που δεν έχουν το επαγγελματικό υπόβαθρο να το κάνουν».
Αυτός ήταν και ο λόγος που το wikileaks συνεργάζεται με μεγάλα και καταξιωμένα μέσα ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι των οποίων είναι αυτοί που παραλαμβάνουν το πρωτότυπο υλικό, το ταξινομούν, το κατατάσσουν, το αξιολογούν και κατόπιν το δημοσιεύουν.
Β. Data journalism
Το Computer Assisted Journalism, μεγάλωσε, ωρίμασε κι έγινε Data-driven journalism, περίπου το 2010. Η δημοσιογραφία των δεδομένων προσπαθεί να βοηθήσει τους πολίτες αλλά και τους πολιτικούς να κατανοήσουν «σχέδια» (patterns) και να πάρουν αποφάσεις με βάση αυτά. Ο κοινωνικός ρόλος των δημοσιογράφων, άρα, διευρύνεται.
Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των μεγάλων βάσεων δεδομένων, φτάσαμε στην εποχή των Big Data. Κάθε μέρα στέλνουμε email, δημοσιεύουμε κείμενα, φωτογραφίες και βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα, λαμβάνουμε και στέλνουμε SMS και κάθε μέρα. Εκατομμύρια συσκευές σε όλο τον κόσμο κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά. Σταθμοί μετεωρολογικών παρατηρήσεων, συστήματα γεωγραφικού εντοπισμού, αισθητήρες κάθε μορφής και ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Άνθρωποι και συσκευές συμμετέχουμε με ξέφρενο ρυθμό στη δημιουργία ενός τεράστιου όγκου δεδομένων, που οι εκτιμήσεις τον ανεβάζουν σε 2,5 πεντάκις εκατομμύρια bytes. Μόνο σε 24 ώρες. Το σύνολο όλων αυτών των πληροφοριών είναι τα Big Data. Και ας μην τα φανταζόμαστε απλώς ως περιεχόμενο (άλλωστε ένα μέρος του αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και δεν μπορεί ν’ αποθηκεύεται ούτε να χρησιμοποιείται) αλλά και ως επεξεργάσιμο σύνολο. Λίγο ως πολύ, όλες οι μεγάλες εταιρείες της πληροφορικής και του Internet δημιουργούν εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να αναλύσουμε τα Big Data, να τα επεξεργαστούμε, να τα μοιραστούμε και να τα αποτυπώσουμε. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες, θα έλεγε κανείς όσο τεράστια είναι η πολυπλοκότητα και ο όγκος των δεδομένων και δεν είναι ένα πεδίο που απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ασχολούνται επαγγελματικά με την πληροφορική και αυτό οδηγεί σε άλλη μια μεγάλη πρόκληση. Μόνο για τις ΗΠΑ υπολογίζεται πως στα επόμενα χρόνια θα υπάρχει ένα «κενό» της τάξης του 50 με 60% μεταξύ των διαθέσιμων δεδομένων και εκείνων που θα έχουν περάσει από ανάλυση.
Δεν είναι δυνατόν, άρα, να μην υπάρχουν και «ιστορίες» πίσω από τα Big Data, ιστορίες που περιμένουν να ανακαλυφθούν από τους δημοσιογράφους. Η λογική, ωστόσο, πίσω από τη δημοσιογραφία των δεδομένων προσεγγίζει περισσότερο την έννοια της ερευνητικής δημοσιογραφίας και λιγότερο εκείνη της επικαιρότητας ή του ρεπορτάζ. Ο δημοσιογράφος δεν ενδιαφέρεται να είναι ο πρώτος που θα μεταδώσει μια είδηση αλλά αυτός που θα ανακαλύψει τι πραγματικά σημαίνει μια είδηση.
Η ημερομηνία της «γέννησης» της δημοσιογραφίας των δεδομένων δεν είναι τυχαία. Εκείνη την περίοδο (2009) αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο από την «Daily Telegraph», το περίφημο σκάνδαλο των εξόδων των Βρετανών βουλευτών. Το πολιτικό αποτέλεσμα ήταν παραιτήσεις, απολύσεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις βουλευτών και συνεργατών τους αλλά και μια διευρυμένη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών από τους Βρετανούς. Το Κοινοβούλιο που εκλέχθηκε το 2005 ονομάστηκε το «Σάπιο Κοινοβούλιο» (Rotten Parliament). Πώς όμως κατάφεραν οι δημοσιογράφοι να βγάλουν το «λαυράκι»;
Από ένα σκληρό δίσκο που περιείχε πληροφορίες για όλα τα έξοδα των βουλευτών για τέσσερα χρόνια. Κάθε απόδειξη, κάθε αίτημα πληρωμής, κάθε επιστολή ανάμεσα στους βουλευτές και το τμήμα εξόδων της βουλής υπήρχαν στο σκληρό δίσκο: 4 εκ. αρχεία. Για να μπορέσουν να τα επεξεργαστούν, οι δημοσιογράφοι της Daily Telegraph χρησιμοποίησαν ειδικό λογισμικό που κατάφερε να βρει συνδέσεις μεταξύ τους. Είναι η δεύτερη πλευρά της δημοσιογραφίας των δεδομένων: η ανάπτυξη εργαλείων για την ερευνητική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία των δεδομένων απαιτεί ένα νέο οπλοστάσιο δεξιοτήτων (να μπορείς να ψάξεις, να κατανοήσεις και να οπτικοποιήσεις ψηφιακές πηγές), το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τις βασικές δεξιότητες των δημοσιογράφων αλλά τις συμπληρώνει.
Ποιες είναι οι νέες αυτές δεξιότητες που απαιτούνται; Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:
Αναζήτηση πηγών: Γνώση των διαθέσιμων βάσεων δεδομένων.
Κατανόηση πηγών: Βασικές γνώσεις μαθηματικών, κυρίως στατιστικής.
Οπτικοποίηση: Η πιο απλή μέθοδος είναι τα γραφήματα του Excel τα οποία έχουν βελτιωθεί εντυπωσιακά.
Γ. Νέοι κλάδοι
Η επεξεργασία των στοιχείων (wikileaks) και των αριθμών (data journalism) δεν είναι παρά οι πρώτες αναδυόμενες μορφές ερευνητικής δημοσιογραφίας. Συνεχώς η δημοσιογραφία προσεταιρίζεται τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση του έργου της.
Θα μπορούσαμε για παράδειγμα ν’ αναφέρουμε το «drone journalism». Τα drones είναι μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα ιπτάμενα αντικείμενα, τα οποία είναι εφοδιασμένα με κάμερες. Μπορούν να πετάξουν σε χαμηλό ύψος και χρησιμοποιούνται, πλέον, για εφαρμογές πολύ διαφορετικές: από την παράδοση πακέτων, μέχρι την εποπτεία μεγάλων εκτάσεων γης. Στη δημοσιογραφία έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για το τράβηγμα πλάνων διαδηλώσεων, φυσικών καταστροφών κλπ σε περιπτώσεις που μία απλή κάμερα δεν είναι δυνατόν να τραβήξει αυτό που ονομάζουμε «γενικό πλάνο».
Ένας άλλος εντελώς καινούργιος κλάδος είναι το «gamification». Σε αυτόν, οι τεχνολογίες και η πρακτική των βιντεοπαιχνιδιών χρησιμοποιούνται για να διηγηθούν μια δημοσιογραφική ιστορία με έντονο το στοιχείο της διάδρασης του ακροατή/χρήστη.
Ο κατάλογος μακραίνει κάθε μέρα. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι οι πειραματισμοί, οι νέοι δρόμοι που ακολουθεί η δημοσιογραφία για να φτάσει, όμως, κάθε φορά στον ίδιο στόχο: να πει μια αληθινή ιστορία, η οποία θα αγγίξει τον «καταναλωτή» της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κλασσικά μέσα ενημέρωσης δεν προσφέρουν πλέον το σωστό υπόβαθρο. Το γεγονός αυτό μαζί με την όλο και αυξανόμενη ανεργία στον κλάδο, οδηγεί τους δημοσιογράφους, και ιδίως τους νέους, ν’ ανακαλύψουν τους δικούς τους δρόμους και για την «έκδοση» των πληροφοριών, να ανακαλύψουν νέους τρόπους για τη Διάχυση της ιστορίας που θέλουν να διηγηθούν.
Η Διάχυση
Παλιότερα, η δημιουργία ενός blog ή μιας προσωπικής ιστοσελίδας από έναν δημοσιογράφο εξυπηρετούσε δύο διακριτούς στόχους. Ο πρώτος ήταν να συγκεντρώνει τη δουλειά του από διάφορα μέσα που εργαζόταν και ο δεύτερος να τη διαφημίζει. Οι πρώτοι που «ανέβηκαν» στο δίκτυο ήταν οι «ελεύθεροι» ή «συνεργαζόμενοι» δημοσιογράφοι (freelancers), οι οποίοι έκαναν μεγάλα ρεπορτάζ ανά την υφήλιο, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Φωτορεπόρτερ, οι περισσότεροι, είχαν επιλέξει αυτόν τον τρόπο δουλειάς, για να είναι ελεύθεροι από καθημερινές δεσμεύσεις ώστε να μπορούν ν’ αφιερωθούν στο ρεπορτάζ.
Η οικονομική κρίση, όμως, έδιωξε τους δημοσιογράφους από το μισθολόγιο, κρατώντας τους ταυτόχρονα όμηρους στην αίθουσα σύνταξης. Σήμερα, στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένας νέος δημοσιογράφος είναι τυχερός εάν μπορέσει να βρει μια δουλειά σε ένα μέσο ενημέρωσης με σύμβαση ορισμένου (και μάλιστα λίγου) χρόνου. Πολλές φορές αυτό συνδυάζεται μ’ ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ και φυσικά συγκεκριμένη χρηματοδότηση.
Από την άλλη, η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι τέτοια που επιτρέπει στον νέο δημοσιογράφο να γίνει κατά κάποιον τρόπο ο εκδότης του εαυτού του και να προσπαθήσει να τραβήξει επάνω του την προσοχή και να ξεχωρίσει. Δύο ιδιότητες αυτή του «curator» και αυτή του «entrepreneur» είναι αυτές που σήμερα παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Α. Ο δημοσιογράφος curator
Η παιδική ηλικία των πληροφοριών στον κυβερνοχώρο πέρασε. Η μεγάλη έκρηξη έγινε και όπως είχαμε ήδη προβλέψει, χρειαζόμαστε οδηγούς γιατί δεν θα έχουμε χρόνο να πληροφορηθούμε μόνοι μας. Ο δημοσιογράφος μεταμορφώνεται σιγά σιγά και σε εξερευνητή του ωκεανού που ακούει στο όνομα διαδίκτυο, ενώ η εξερεύνηση έχει τη μορφή κριτικής ή σχολίου. Η πρακτική αυτή συνάδει και με τους νέους τρόπους ανάγνωσης των ειδήσεων. Ο «καταναλωτής της πληροφορίας» έχει πια απομακρυνθεί όχι μόνο από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης αλλά και από τις ενημερωτικές σελίδες στο διαδίκτυο.
Πλέον καταναλώνει ότι του φαίνεται ενδιαφέρον από τις αναρτήσεις που βλέπει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τυχαία. Και ο ρόλος του δημοσιογράφου, δηλαδή η επιλογή, η ιεράρχηση, το φιλτράρισμα των πληροφοριών γίνεται ακόμα πιο σημαντικός από πριν.
Μόνο που έτσι μεταμορφώνεται και ο ίδιος, από παραγωγό των ειδήσεων σε «επιμελητή» των ειδήσεων (curator) οι οποίες έρχονται από παντού (πρακτορεία, δημοσιογραφικούς οργανισμούς, user generated content) και σε όλες τις μορφές (κείμενο, βίντεο, εικόνα, γράφημα).
Η έννοια της επιμέλειας δεν είναι καινούργια. Αν κοιτάξουμε και στην παλιότερη ιεράρχηση της αλυσίδας της είδησης, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους (υλατζής, αρχισυντάκτης) είχαν την επιμέλεια στο κέντρο της ασχολίας τους, την ώρα που οργάνωναν την πληροφορία που ερχόταν από τους ρεπόρτερ σε ένα «πακέτο» για τον αναγνώστη.
Η ανάδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα της επικοινωνίας μεταμορφώνει τον «επιμελητή» σε «πληρεξούσιο» δημοσιογράφο. Δεν είναι στην πρώτη γραμμή της είδησης, ούτε καν γράφει το κομμάτι μόνος του αλλά απαντά στις ανάγκες του αναγνώστη. Το τσουνάμι ειδήσεων που έρχεται πια από αμέτρητες πηγές (blogs, ιστοσελίδες μέσων ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης) έχει δημιουργήσει ένα κενό ανάμεσα στον ρεπόρτερ και τον αναγνώστη (αυτόν που παράγει και αυτόν που αναζητά την είδηση) και είναι πλέον απαραίτητο να υπάρχει ένας επιμελητής που θα επιλέγει και θα παραδίδει στον αναγνώστη. Μαζεύει τις ειδήσεις από κάθε πηγή και τις συγκεντρώνει όλες σε ένα μέρος, επιτρέποντας στον αναγνώστη να έχει άμεση πρόσβαση σε εξειδικευμένο περιεχόμενο.
Η λέξη κλειδί είναι η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον επιμελητή και τον αναγνώστη. Ο επιμελητής πρέπει να παρέχει αξιόπιστη ροή ειδήσεων και γι’ αυτό είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί τις δημοσιογραφικές πρακτικές της αξιολόγησης και της επαλήθευσης. Τα ηθικά πρότυπα αλλά και η διαφάνεια (που σε πολλές περιπτώσεις μεταφράζεται στην αναφορά των πηγών) είναι σημαντικά στοιχεία στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης. Ο επιμελητής θα πρέπει επίσης να επιδεικνύει συνέπεια και ακρίβεια. Και φυσικά ν’ «ακούει» τον αναγνώστη του, που κάποιες φορές είναι και η πηγή του.
Την ίδια στιγμή, η επιλογή των ειδήσεων δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει και μία συγκεκριμένη οπτική γωνία, η οποία πολλές φορές και ανάλογα με τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο επιμελητής μπορεί να είναι και σαφώς διατυπωμένη. Στόχος δεν είναι να δώσει ο κάθε επιμελητής όλες τις ειδήσεις για το θέμα που κυκλοφορούν αλλά να επιχειρηματολογήσει για την άποψή του (άρα και την επιλογή του) με τρόπο που θα γίνει αποδεκτή από τον αναγνώστη.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η ουσία της δημοσιογραφίας είναι η αντικειμενικότητα στην παρουσίαση των ειδήσεων. Χωρίς να ξεφύγουμε σε φιλοσοφικές αναζητήσεις περί ύπαρξης ή μη της αντικειμενικότητας, ας θυμηθούμε απλώς ότι σε κάθε μέσο, από δημιουργίας του Τύπου υπήρχε αυτό που ονομάζεται «εκδοτική γραμμή», η οποία καθοριζόταν είτε από ιδεολογία, είτε από οικονομικά συμφέροντα. Έτσι λοιπόν, η εκδοτική γραμμή, μετακομίζει από το επίπεδο του μέσου, στο επίπεδο του επιμελητή.
Από όσα είδαμε παραπάνω, προκύπτει, ότι ο επιμελητής είναι μετεξέλιξη ενός κλάδου της δημοσιογραφίας και όχι απλώς ένας opinion leader στο διαδίκτυο.
Υπάρχουν όμως και διαφορές. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι εξειδικευμένοι σ’ έναν τομέα. Και οι ιδέες για τα άρθρα τους έρχονται από την επικαιρότητα, από κάτι που έκανε (ή που δεν έκανε) κάποιος άλλος δημοσιογράφος, από μια πρόταση του αρχισυντάκτη, από ένα δελτίο τύπου. Ο επιμελητής δεν έχει περιορισμούς, επιλέγει περιεχόμενο που θεωρεί ενδιαφέρον ή που πιστεύει ότι οι αναγνώστες του θα βρουν ενδιαφέρον. Κάποιοι ωστόσο το κάνουν χωρίς δικά τους σχόλια, κάποιοι άλλοι επιλέγουν να αναλύσουν, να τονίσουν, να επισημάνουν.
Όσο η δημοσιογραφία εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις τεχνολογικές καινοτομίες και την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο ρόλος του επιμελητή θα γίνεται και πιο σημαντικός.
Β. O δημοσιογράφος entrepreuneur
Το 2006, τα μέλη της της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εκπαίδευσης Δημοσιογράφων (European Journalism Training Association – EJTA) συμφώνησαν σ’ ένα πλαίσιο δεξιοτήτων, το οποίο αναβαθμίστηκε το 2013. Το πλαίσιο αυτό, το οποίο ονομάζεται Διακήρυξη του Τάρτου (Εσθονία) περιλαμβάνει τους εξής βασικούς άξονες:
1. Ικανότητα να στοχάζεσαι για το ρόλο της δημοσιογραφίας στην κοινωνία.
2. Ικανότητα να ανακαλύπτεις τα σχετικά θέματα και οπτικές γωνίες
3. Ικανότητα να οργανώνεις την δημοσιογραφική εργασία
4. Ικανότητα να συγκεντρώνεις πληροφορίες
5. Ικανότητα να επιλέγεις τις απαραίτητες πληροφορίες
6. Ικανότητα να παρουσιάζεις τις πληροφορίες σε αποτελεσματική δημοσιογραφική μορφή
7. Ικανότητα να εργάζεσαι ως δημοσιογράφος
8. Ικανότητα να συνεργάζεσαι σε ομάδα
9. Ικανότητα να δρας ως «entrepreneurial journalist»
10. Ικανότητα να συνεισφέρεις στην ανανέωση του επαγγέλματος.
Ας κρατήσουμε την ικανότητα να δρας ως «entrepreneurial journalist» και ας δούμε τα επιμέρους στοιχεία της.
9.1 να δείχνεις πρωτοβουλία
9.2 να κατανοείς τις οικονομικές συνθήκες του επαγγέλματος
9.3 να μπορείς ν’ αναγνωρίζεις ευκαιρίες στην αγορά
9.4 να μπορείς ν’ αναπτύσσεις νέα προϊόντα/μορφές
9.5 να γνωρίζεις τις πρακτικές πλευρές του να εργάζεσαι ως freelancer
Είναι σημαντικό που η Ευρωπαϊκή Ένωση Εκπαίδευσης Δημοσιογράφων αναγνωρίζει τις δεξιότητες που χρειάζονται για να μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν οι νέοι (αλλά και οι παλιότεροι) δημοσιογράφοι τη σημερινή πραγματικότητα.
Ας δούμε τον τρόπο που διαβάζουμε σήμερα για μια ακόμη φορά. Μπαίνουμε σ’ ένα κοινωνικό δίκτυο και ακολουθούμε τους δεσμούς που άλλοι έχουν επιλέξει για μας: φίλοι, επιμελητές, πολιτικοί. Ένα από τα προβλήματα πίσω από αυτήν την αλλαγή παραδείγματος είναι ότι δεν πληρώνουμε απολύτως τίποτα για να το διαβάσουμε, δεν έχουμε αγοράσει εφημερίδα ή περιοδικό δεν έχουμε πληρώσει συνδρομή σε τηλεοπτικό δίκτυο.
Κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για το μέλλον της δημοσιογραφίας μία από τις ερωτήσεις που προκύπτουν άμεσα αφορά στο νέο εκδοτικό μοντέλο, αφού πλέον ο μέσος πολίτης περιμένει η είδηση να είναι αγαθό που προσφέρεται δωρεάν (ή που το πληρώνει κάποιος άλλος).
Το entrepreneurial journalism περιγράφει ένα είδος μέσου ενημέρωσης όπου η δημοσιογραφία είναι η πλατφόρμα όπου χτίζονται κερδοφόρες επιχειρήσεις και υπηρεσίες. Πολλές φορές συγχέεται με αυτό που ονομάζαμε παλιότερα freelancing, αλλά δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Ο freelancer προσέφερε τις υπηρεσίες του με το κομμάτι και όχι με το μήνα, σε μία βιομηχανία που δούλευε με τον παλιό τρόπο. Σήμερα, ο δημοσιογράφος entrepreuneur (και είναι κρίμα που δεν υπάρχει ακόμα δόκιμος ελληνικός όρος) είναι μια επιχείρηση ο ίδιος και «πουλά» τη δουλειά του απ’ ευθείας στο κοινό.
Γι’ αυτόν το λόγο χρειάζεται να διαθέτει και επιχειρηματικά προσόντα, όπως είδαμε από τον κατάλογο της EJTA. Και φυσικά δεν είναι μόνο στην Ευρώπη: στο Columbia School of Journalism, στο Tow-Knight Center και σε πολλά άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια το entrepreneurial journalism διδάσκεται πλέον ως μέρος της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης των δημοσιογράφων.
Τη στιγμή που σε ολόκληρο τον κόσμο, η έννοια της απασχόλησης έχει επίσης αλλάξει παράδειγμα και αντί για προσφορά θέσεων εργασίας μιλάμε για «διευκόλυνση δημιουργίας νεόφυτων επιχειρήσεων» (καλώς ή κακώς), το ίδιο συμβαίνει και στο χώρο των μέσων ενημέρωσης. Από την άλλη, η βιομηχανία των μίντια έχει μια χρυσή ευκαιρία για να ανανεωθεί, ν’ «αγοράσει» τις καλύτερες ιδέες για να προχωρήσει στο μέλλον.
Επίλογος
Η τεχνολογική πρόοδος αλλά και η κατάρρευση της βιομηχανίας των μέσων είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που αναγκάζουν την δημοσιογραφία όχι μόνο να εξελιχθεί αλλά ν’ αλλάξει «παράδειγμα», να προσαρμοστεί σ’ ένα διαφορετικό αφήγημα.
Η διαδικασία είναι εν εξελίξει και δεν ξέρουμε πότε και σε ποιο σημείο θα βρεθεί μια καινούργια ισορροπία. Το πιο πιθανό είναι το σημείο αυτό να καθοριστεί από τη βιομηχανία των μέσων και όχι από την εξέλιξη της ίδιας της δημοσιογραφίας. Στο μεταξύ, η νέα γενιά θα έχει μεγαλώσει με διαφορετικές ιδέες και πρακτικές από την παλιότερη. Πολλοί εν ενεργεία δημοσιογράφοι δεν είναι πια παρά δεινόσαυροι της είδησης, άνθρωποι που γνωρίζουν μονάχα πώς να γράψουν ένα κείμενο ή να φτιάξουν ένα βίντεο. Οι σημερινές δυνατότητες τους ξεπερνούν.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι σημαντικό να μην χάσει η δημοσιογραφία της ηθικές της αρχές και αξίες. Είναι πάρα πολύ εύκολο, και το βλέπει άμεσα κανείς εάν ανοίξει για παράδειγμα το Twitter, να χάσεις την ψυχραιμία σου και την απόσταση από τα πράγματα και τα γεγονότα, εάν αναμιχθείς με το κοινό σου. Είναι μια παγίδα, που πολλοί δημοσιογράφοι της «ενδιάμεσης» γενιάς δεν καταφέρνουν ν’ αποφύγουν.
Ωστόσο είναι σίγουρο πως η ψευδεπίγραφη «αντικειμενικότητα» θα σταματήσει να υπάρχει στις επόμενες γενιές, οι δημοσιογράφοι θα έχουν και θέση και άποψη, πολύ περισσότερο από τις προηγούμενες. Ας δούμε για παράδειγμα, τι συνέβη σ’ έναν κλάδο της επιστημονικής δημοσιογραφίας το «innovative journalism»: οι μελέτες έδειξαν πώς μιλώντας και αναλύοντας την καινοτομία, ο δημοσιογράφος γίνεται και αυτός μέρος της καινοτομίας και την επηρεάζει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και σε όλους τους τομείς: το πολιτικό, το οικονομικό, το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Και θα είναι πιο τίμιο και πιο ηθικό, ο δημοσιογράφος να επιλέγει οπτική γωνία εις γνώση του κοινού παρά να εξυπηρετεί αδιαφανή εκδοτικά συμφέρονται.
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται μπροστά μας, όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον αλλά σήμερα. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η τεράστια φούσκα των μέσων ενημέρωσης δεν έχει ακόμα σκάσει, παρά τη μεγάλη ανεργία στον κλάδο. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουν πρώτα από όλα οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι τις αλλαγές που συμβαίνουν τώρα για να μπορέσουν να τις επηρεάσουν και οι ίδιοι με επίγνωση των ζητημάτων αντί να περιμένουν να ολοκληρωθούν εν αγνοία τους.
Βιβλιογραφία
Anderson , C., Bell, E., & Shirky, C. (n.d.). Post Industrial Journalism Adapting to Present. Tow Center for Digital Journalism Columbia Journalism School.
Bardoel, J. (2002). The Internet, Journalism and Public Communication Policies. International Communication Gazette, 64(5), 501-511.
Beaujon, A. (2012). Pew: Half of Americans get news digitally, topping newspapers, radio. Ανάκτηση March 2014, από Poynter : http://www.poynter.org/latest-news/mediawire/189819/pew-tv-viewing-habit-grays-as-digital-news-consumption-tops-print-radio
Deuze, M. (2011). Δημοσιογραφία και Διαδίκτυο. Στο Π. Στέλιος (Επιμ.), Τα Μέσα επικοινωνίας στον 21o αιώνα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Franco, G. (2008). Nieman Reports. Retrieved March 30, 2014, from Journalists as Storytellers: http://www.nieman.harvard.edu/reports/article/100180/Journalists-as-Storytellers.aspx
Jarvis, J. (2012). The Print Media Are Doomed. Ανάκτηση March 28, 2014, από Business Week: http://www.businessweek.com/debateroom/archives/2008/12/the_print_media.html
Outing, S. (2012, October). Digital Tools for News and Storytelling. Retrieved March 30, 2014, from http://chanctonbury.org/storytelling_tools/
Robins, K., & Morley, D. (1995). Spaces of Identity, global media, electronic landscapes and cultual boundaries. London: Routeledge.
Stanoevska-Slabeva, K., Sacco, V., & Giardina, M. (2014). Content Curation: a new form of. Ανάκτηση March 28, 2014, από University of Texas: https://online.journalism.utexas.edu/2012/papers/Katarina.pdf
Καϊμάκη, Β. (1997). Αμφίδρομη Επικοινωνία Εντυπων ΜΜΕ και Internet. Αθήνα: Παπασωτηρίου.
Σιαπέρα, E., & Δημητρακοπούλου, Δ. (2012). Διαδίκτυο και δημοσιογραφία: Παραδοσιακές και Εναλλακτικές μορφές. Ζητήματα Επικοινωνίας, 14-15, 35.