Τα νέα έφταναν αργά στον προορισμό τους, ακόμα και λίγα χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, η πρώτη μεγάλη εφεύρεση ήταν ο τηλέγραφος, απαιτούσε όμως τη δικτύωση όλης της γης για να μπορούν οι ειδήσεις «να κάνουν το γύρο του κόσμου».[1] Πριν από αυτό, ακόμα και ο Φιλέας Φογκ[2] χρειαζόταν 79 μέρες για να τον πραγματοποιήσει. Στην αμερικανική βιβλιογραφία συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα ότι η Κήρυξη της Ανεξαρτησίας της χώρας, στις 4 Ιουλίου 1776 έγινε γνωστή στην Αγγλία, στις 21 Αυγούστου, έξι ολόκληρες βδομάδες μετά το συμβάν. Αντίστοιχα, στη βρετανική βιβλιογραφία, αναφέρεται εξίσου συχνά ότι η είδηση της νίκης του λόρδου Νέλσωνα στο Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805) έγινε γνωστή στην Αγγλία μετά από δύο εβδομάδες. Ο αυστραλός ιστορικός Τζόφρεϊ Μπλέινι αναφέρει ότι μέχρι το 1870, η κύρια εργασία των δημοσιογράφων της Αυστραλίας ήταν να ανεβαίνουν σε όλα τα πλοία που έφταναν στο λιμάνι και να συλλέγουν από εκεί τις εφημερίδες που έβρισκαν! Αυτό μέχρι που ο τηλέγραφος αντικατέστησε τα πλοία στη μετάδοση της πληροφορίας. Τα τηλεγραφικά καλώδια που ένωναν την Αδελαΐδα, τη Μελβούρνη και το Σύδνεϋ μπήκαν σε λειτουργία στις 29 Οκτωβρίου 1858. Όμως το υποθαλάσσιο καλώδιο που ένωνε την ήπειρο με τον υπόλοιπο κόσμο άργησε κι άλλο: ήρθε μόλις το 1872. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στο Ηνωμένο Βασίλειο, το «ερέθισμα» για τον τηλέγραφο ήταν η επέκταση του σιδηροδρόμου. Ο κωδικός του Σάμιουελ Μορς χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στον τηλέγραφο στις ΗΠΑ το 1844. Ο Μορς επινόησε ένα κουμπί ή διακόπτη που λειτουργούσε με το χέρι και επέτρεπε στους χειριστές να σταματούν και να ξαναξεκινούν ηλεκτρικά σήματα, που τους έδιναν την δυνατότητα να στέλνουν είτε ένα βραχύ είτε ένα μακρύ σήμα (μια τελεία ή μια παύλα). Οι τελείες και οι παύλες, συνδυάζονταν με διάφορους τρόπους σχηματίζοντας γράμματα και αριθμούς και παρέμειναν η βασική μορφή της τηλεγραφικής επικοινωνίας για πάνω από έναν αιώνα. Στις 3 Ιανουαρίου του 1845 ένα περιστατικό που πήρε μεγάλη δημοσιότητα έκανε τον τηλέγραφο διάσημο στην Αγγλία. Ο Τζον Τάουελ δολοφόνησε την ερωμένη του στην πόλη του Σλόου, περίπου 14 μίλια (24 χιλιόμετρα) δυτικά του Λονδίνου. Το Σλόου ήταν ένας από τους σταθμούς του Μεγάλου Δυτικού Σιδηροδρόμου (Great Western Railway). Ντυμένος ως Κουακέρος ο Τάουελ τράπηκε σε φυγή με τρένο προς την ανωνυμία του Λονδίνου. Όμως η αστυνομία τον συνέλαβε στο σταθμό του Πάντινγκτον στο Λονδίνο. Ο ιστορικός Τζέφρει Κιβ έγραψε ότι η ταχεία σύλληψη του οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μετάδοση της περιγραφής του Τάουελ μέσω τηλεγράφου στο Πάντινγκτον. Η δημοσιότητα γύρω από την σύλληψη ενίσχυσε την επίγνωση του κόσμου σχετικά με την νέα συσκευή και ο τηλέγραφος έγινε διάσημος ως «τα καλώδια που κρέμασαν τον Τζον Τάουελ». Η πρώτη υπερατλαντική τηλεγραφική υπηρεσία ξεκίνησε το 1858, αλλά μετά από μερικές εβδομάδες σταμάτησε να λειτουργεί λόγω τεχνικών προβλημάτων που λύθηκαν μόνο μετά από οκτώ χρόνια με τη βοήθεια του λόρδου Κέλβιν. Ο ιστορικός της δημοσιογραφίας Ρίτσαρντ Σβάρλοζε ισχυριζόταν ότι ο τηλέγραφος μεταμόρφωσε την αμερικανική δημοσιογραφία σε μια βιομηχανία που διψά για ειδήσεις μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1840 και του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865). Οι πόλεμοι είθισται να επιτείνουν και να επιταχύνουν την τεχνολογική ανάπτυξη. Αυτό συνέβη και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στις ΗΠΑ, οπότε και αναπτύχθηκε η τηλεγραφική γλώσσα καθώς οι δημοσιογράφοι έτρεχαν να αναμεταδώσουν τις πιο αξιοσημείωτες πληροφορίες τους. Συχνά μέσω αναξιόπιστων τηλεγραφικών γραμμών. Απέκτησαν την συνήθεια να συμπυκνώνουν τα πιο καίρια γεγονότα σε μικρές, σε μέγεθος παραγράφους, αποστολές, που προορίζονταν για την αρχή μιας στήλης ειδήσεων[3]. Αυτός ο τρόπος γραφής, συγκέντρωνε ιστορίες γύρω από γεγονότα παρά τα τοποθετούσε σε χρονολογική σειρά. Η διάταξη περιεχομένου με τη μορφή ανεστραμμένης πυραμίδας[4], που περιλάμβανε ένα συνοπτικό πρόλογο φαίνεται να ξεκίνησε από την κάλυψη του θανάτου του Προέδρου Λίνκολν τον Απρίλιο του 1865, παρότι αυτό συνέβη μετά το τέλος του πολέμου. Τα πρακτορεία ειδήσεων υιοθέτησαν την ανεστραμμένη πυραμιδωτή διάταξη περί τα μέσα της δεκαετίας του 1880. Κατά τις δεκαετίες 1870 έως 1890 σχεδιάστηκαν νόμοι προκειμένου να προάγουν την εκπαίδευση και την παρακολούθηση του σχολείου, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα μια απότομη μείωση του αναλφαβητισμού. Έτσι ενισχύθηκε το εν δυνάμει κοινό των εφημερίδων. Τα πρακτορεία ειδήσεων αναπτύχθηκαν ανά τον κόσμο λόγω τα ανάπτυξης του τηλέγραφου και της αυξανόμενης ζήτησης του κόσμου για ειδήσεις. Λόγω του μειούμενου αναλφαβητισμού ο αριθμός των εφημερίδων αυξήθηκε. Αυτό δημιούργησε ανάγκη για περισσότερο περιεχόμενο, το οποίο σήμαινε ότι τα ειδησεογραφικά πρακτορεία άνθισαν. Το μεγαλύτερο αμερικανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, το Associated Press, ιδρύθηκε το 1848 στην Νέα Υόρκη. Το μότο του Τζούλιους Ρόιτερ (Julius Reuter) που ήταν το «ακολούθησε το καλώδιο» τον οδήγησε στη δημιουργία γραφείων οικονομικών ειδήσεων ανά την Ευρώπη και ίδρυσε το κεντρικό γραφείο στο Λονδίνο το 1851. Η συγκεκριμένη ημερομηνία θεωρείται το ορόσημο της ίδρυσης του πρακτορείου ειδήσεων Reuters. Ένας Αυστραλός μηχανικός, ο Ντόναλντ Μάρει[5] επινόησε τον τυπογραφικό τηλέγραφο ή τηλετυπόγραφο (μια συγχώνευση του τηλεγράφου και της στοιχειοθεσίας) το 1899. Ο Κρίστοφερ Λέιθαν Σκολς[6], συντάκτης της «Milwaukee Sentinel» από το 1861 μέχρι την συνταξιοδότηση του το 1863, έφτιαξε την πρώτη γραφομηχανή το 1867. Μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1900, οι γραφομηχανές αποτελούσαν το μισό όλων των πωλήσεων μηχανημάτων γραφείου. Ο τηλέγραφος αύξησε την ταχύτητα με την οποία εργάζονταν οι δημοσιογράφοι. Αυτό με την σειρά του άλλαξε την δημοσιογραφική νοοτροπία. Ο τηλέγραφος σήμαινε ότι τα νέα έρχονταν όλη την ώρα κι όχι σε απομονωμένα κομμάτια όπως όταν ερχόταν το πλοίο ή το τρένο. Oι συντάκτες ύλης των εφημερίδων έπρεπε να αποφασίσουν γρήγορα και να είναι έτοιμοι να διαμορφώσουν την ύλη στην πορεία μίας και μόνο νύχτας, καθώς οι ειδήσεις δεν έρχονταν όλες την ίδια στιγμή αλλά διαρκώς. Τα νέα της ήττας του Ναπολέοντα Γ’ το 1870 έδειξαν το πόσο ο παράγοντας χρόνος στην συγκέντρωση ειδήσεων και στο ρεπορτάζ είχε μειωθεί. Οι Πρώσοι νίκησαν τον στρατό του Ναπολέοντα Γ’ στις 2 Σεπτεμβρίου 1870. Δύο μέρες αργότερα, οι Γάλλοι διακήρυξαν την δημοκρατία στο Παρίσι. Η «New York Tribune» δημοσίευσε την είδηση της διακήρυξης της δημοκρατίας στις 6 Σεπτεμβρίου. Η ταχύτητα αυτή είναι εκπληκτική για την εποχή της αλλά βέβαια ελάχιστη σε σχέση με τη σημερινή, στον κόσμο με δορυφορικά τηλέφωνα, e-mail και κινητά τηλέφωνα. Οι ρεπόρτερ άρχισαν όλο και περισσότερο να βασίζονται στον τηλέγραφο όπως οι μοντέρνοι δημοσιογράφοι βασίζονται στα κομπιούτερ προκειμένου να βγάλουν εφημερίδες. Η «Sydney Morning Herald» ανέφερε στις 17 Μαρτίου 1859 ότι διακοπές μίας μόνο μέρας ή δύο στη ροή των ειδήσεων θεωρούνταν ως «ανυπόφορη ενόχληση». Οι σύγχρονοι δημοσιογράφοι τρέμουν μια βλάβη των υπολογιστών. Υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για αξιόπιστη τεχνολογία που τα τμήματα πληροφορικής έχουν μεγαλώσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι υπολογιστές δεν θα καταρρεύσουν. Οι δημοσιογράφοι βασίζονται στην τεχνολογία προκειμένου να κάνουν την δουλειά τους. Κι όμως ήδη από τις 5 Οκτωβρίου 1856, η «Sydney Morning Herald» επισήμανε ότι «ο τηλέγραφος είναι μία από αυτές τις βελτιώσεις που από την στιγμή που παρουσιαστούν, δεν μπορούν να χωριστούν ποτέ, ή να ανακοπεί η πρόοδος τους. Ξεκινώντας ως καινοτομία και επιστημονική περιέργεια έγινε μια κοινωνική ανάγκη, και σύντομα θα οδηγηθούμε να πιστεύουμε ότι θα είναι το ίδιο απίθανο να μπορούμε να κάνουμε χωρίς τα ταχυδρομεία μας όσο και χωρίς τους τηλεγράφους μας»[7]. Ο Σερ Άιζακ Πίτμαν επινόησε την στενογραφία το 1837 και σταδιακά έγινε αποδεκτή ως δημοσιογραφικό εργαλείο. Η μορφή «Gregg» στη στενογραφία, που εφευρέθηκε από τον Τζον Ρόμπερτ Γκρεγκ[8] εμφανίστηκε το 1888 και αποτέλεσε κι αυτή ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Ο Κάρολος Ντίκενς ήταν δημοσιογράφος πριν γίνει επιτυχημένος συγγραφέας, ξεκινώντας την καριέρα του ως κοινοβουλευτικός ρεπόρτερ της «True Sun» στο Λονδίνο το 1831. Ενόσω ήταν δικαστικός υπάλληλος, ο Ντίκενς πέρασε τα δύο χρόνια πριν ξεκινήσει ως ρεπόρτερ, μαθαίνοντας στενογραφία. Στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα, «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», ο Ντίκενς κάνει μνεία στην εκμάθηση της στενογραφίας από τον ήρωά του: «Έχω δαμάσει το άγριο στενογραφικό μυστήριο», τον βάζει να λέει.
Καλώδια κάτω από τη θάλασσα
Σε αυτό το σημείο, αξίζει ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση για να εξηγήσουμε τη δυσκολία και τα εμπόδια που υπήρξαν στο τεράστιο αυτό έργο της πρώτης δικτύωσης του πλανήτη, αναφέροντας την περιπέτεια του πρώτου υποθαλάσσιου τηλεγραφικού καλωδίου. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι αρκετά διδακτική, μια που μας θυμίζει πώς τα τεχνολογικά άλματα, ακόμα και οι επαναστάσεις ποτέ δεν σταμάτησαν στην ιστορία. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι τότε γίνονται από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, ιδίως σε σχέση με σήμερα. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν το 1811, όταν ο Σέμερινγκ πειραματίζεται σ’ ένα ποτάμι της Γερμανίας. Το 1839, ο Σερ Ο’ Τσέινγκεσι βυθίζει ένα καλώδιο στην Καλκούτα. Στην Αγγλία γίνεται προσπάθεια να διασχίσουν εγκάρσια τον Τάμεση, το 1840. Την ίδια χρονιά ο Χιτστόουν προτείνει ένα καλώδιο που θα ενώσει την Αγγλία με τη Γαλλία (Ντόβερ-Καλαί). Στην ΗΠΑ, ο Μορς προσπαθεί να ενώσει το Μανχάταν με το Γκρόσβενορ Ίλαντ, αφού προηγουμένως έχει μονώσει το καλώδιο με πισσασφαλτωμένη κάνναβη και καουτσούκ από την Ινδία. Το επόμενο φθινόπωρο, ο Γουΐτστοουν εκτέλεσε ένα παρόμοιο πείραμα στον κόλπο του Σουώνση. Ένα καλό μονωτικό υλικό για την επικάλυψη του καλωδίου και την αποφυγή ηλεκτρικού βραχυκυκλώματος στο νερό ήταν απολύτως αναγκαίο για την επιτυχία μιας μακροχρόνιας υποβρύχιας γραμμής. Όμως το 1843, οι Βρετανοί επιστήμονες καταφέρνουν να φτιάξουν ένα ισχυρό μονωτικό από γουταπέρκα. Πρόκειται για τον κολλώδη χυμό του δέντρου , το οποίο φύεται στη Βόρνεο, την Κεϋλάνη και τη Σουμάτρα και το οποίο έφερε στην Ευρώπη ο Ουίλιαμ Μοντγκόμερι, ένας Σκωτσέζος χειρουργός πού υπηρετούσε στη Βρετανική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών. Η γουταπέρκα είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Στους 60οC γίνεται ευέλικτη και μπορεί να επεξεργαστεί. Διατηρείται άριστα σε υγρό περιβάλλον ενώ στον αέρα απλώς σπάει. Τα υπερατλαντικά καλώδια του 19ου αιώνα ήταν κατασκευασμένα από μια εξωτερική επίστρωση καλωδίων, αρχικά από σίδηρο και αργότερα από χάλυβα, τυλιγμένα σε καουτσούκ Ινδίας και γουταπέρκα, και περιείχαν ένα πολυαρτηριακό καλώδιο χαλκού για πυρήνα. Τα άκρα του καλωδίου που βρίσκονταν κοντά στην ακτή είχαν μια πρόσθετη προστατευτική θωράκιση. γουταπέρκα, ένα φυσικό πολυμερές σώμα παρόμοιο με το λάστιχο, είχε σχεδόν ιδανικές ιδιότητες για τη μόνωση των υποβρύχιων καλωδίων, και έμεινε σε εφαρμογή μέχρι που αντικαταστάθηκε από το πολυαιθυλένιο στη δεκαετία του ’30. Και στη Γερμανία, ο Βέρνερ φον Ζίμενς ανέπτυξε ένα μονωτικό από γουταπέρκα και τοποθέτησε καλώδιο στον κόλπο του Κιέλου, το 1948. Ο Ζίμενς υπήρξε ο υπεύθυνος τοποθέτησης πολλών καλωδίων, τα οποία λειτουργούν από το 1853 και ενώνουν την Αγγλία με τη Δανία και τη Σουηδία καθώς και την Ιταλία με την Κορσική, τη Σαρδηνία και την Αφρική. Στη διάρκεια του πολέμου της Κριμαίας, ένα καλώδιο μήκους 190 χλμ βυθισμένο στη Μαύρη Θάλασσα επέτρεψε την επικοινωνία του στρατού με τη Γαλλία και την Αγγλία. Η κατασκευή του τηλεγραφικού καλωδίου ανάμεσα στο Ντόβερ και το Καλαί τελείωσε το 1850, όμως λειτούργησε για πολύ λίγο. Χρειάστηκε κατασκευή νέας καλωδίωσης, η οποία έπαιρνε υπόψη της τα ρεύματα της Μάγχης και η οποία λειτούργησε μ’ επιτυχία από τις 31 Δεκεμβρίου 1851. Ο Ζαν Κλωντ Μοντανιέ περιγράφει το εξής παράδοξο: «οι άκρες του υποθαλάσσιου καλωδίου δεν ήταν συνδεδεμένες με τους επίγειους σταθμούς». Έτσι για να φτάσει ένα τηλεγράφημα από το Παρίσι στο Λονδίνο έπρεπε να πάει από το Παρίσι στο τηλεγραφείο του Καλαί, μετά να το μεταφέρει κάποιος στο τηλεγραφείο του υποθαλάσσιου καλωδίου, από κει να φτάσει στο απέναντι τηλεγραφείο, να μεταφερθεί στο τηλεγραφείο του Ντόβερ και από εκεί στο Λονδίνο». Η κατάσταση αυτή διήρκησε περίπου ένα χρόνο, μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1852 όταν το υποθαλάσσιο καλώδιο ενώθηκε επιτέλους με τις επίγειες γραμμές. Την ίδια ώρα, στις ΗΠΑ, υποθαλάσσια καλώδια διασχίζουν τον Μισισίπι και τον Οχάιο. Πριν γίνει πραγματικότητα το πρώτο υποθαλάσσιο καλώδιο, η τεχνολογία προχωρά και ένα μεγάλο μέρος της Γης είναι καλωδιωμένο. Στη Βρετανία, ο Τσαρλς Μπράιτ ξεκινά να ενώνει τις χώρες που ανήκουν στην Αυτοκρατορία. Τα καλώδια ξεκινούν από τη νήσο φτάνουν στην Πορτογαλία, στο Γιβραλτάρ, διασχίζουν τη Μεσόγειο με κατεύθυνση το Σουέζ και την Ινδία. Στη Γερμανία, ο Ζίμενς κάνει αντίστοιχα πειράματα, κυρίως όμως από ξηράς. Το επίτευγμά του είναι ένα δίκτυο που διασχίζει την Ευρώπη και την Ασία, μεγαλύτερο από εκείνο που διασχίζει τις ΗΠΑ. Κι όμως ο Μπράιτ και η εταιρεία του, η Eastern Telegraph Company ακολουθεί κατά πόδας: περνά από την Νότια Αφρική, συνεχίζει προς τη Σιγκαπούρη και την Αυστραλία. Το 1870, το δίκτυό του αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Το σήριαλ του πρώτου υπερατλαντικού υποθαλάσσιου τηλεγραφικού καλωδίου
Η μακρόχρονη και δύσκολη μάχη για να λειτουργήσει το πρώτο υπερατλαντικό καλώδιο αποτέλεσε ένα πραγματικό σήριαλ. Η τελική επιτυχία έφερε επανάσταση στις υπηρεσίες ειδήσεων από το εξωτερικό, που πρότινος χρειάζονταν βδομάδες ολόκληρες για να διασχίσουν τον ωκεανό, είτε επρόκειτο για πόλεμο, για θάνατο προσωπικότητας ή για τη νέα τιμή του σιταριού. Στην αρχή, το μεγάλο βάθος του Ατλαντικού (12-17 χλμ) έκανε απαγορευτική τη σύνδεση. Όμως ανάμεσα στην Ιρλανδία και τον Καναδά υπάρχει ένα είδος πλατό μικρότερου βάθους (4-5 χλμ), που επιτρέπει ευκολότερη κατασκευή. Ο πατέρας του σχεδίου ήταν ο Φρέντερικ Γκίσμπορν, ιδρυτής μιας Καναδικής τηλεγραφικής εταιρείας, η οποία έκανε τη σχετική πρόταση στην καναδική κυβέρνηση το 1850. Ο Γκίσμπορν είχε την υποστήριξη ενός πλούσιου αμερικανού του Σάιρους Φιλντ, ο οποίος μαζί με άλλους επενδυτές[9] ίδρυσε την Newfoundland and London Telegraph Company, στις 6 Μαΐου 1854. Αγόρασαν το καλώδιο από τη βρετανική εταιρεία Glass, Elliot and Company , η οποία στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ηγέτη στο χώρο της κατασκευής υποθαλάσσιων καλωδίων. Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου οι μετοχές της νέας εταιρείας πήγαν πολύ καλά, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης όμως έγινε καταστροφή. Η εταιρεία Western Union, η οποία είχε τα δικά της σχέδια για υποθαλάσσιο καλώδιο αλλά στον Ειρηνικό Ωκεανό (δηλαδή μόνο 16 χλμ ανάμεσα στην Αλάσκα και την Ασία), σαμποτάρισε το σχέδιο. Ο Φιλντ κατάφερε να πάρει την έγκριση του Κογκρέσου, όπως και την υπογραφή του προέδρου Φράνκλιν Πιρς με μεγάλη δυσκολία. Η εταιρεία αναβαπτίζεται Atlantic Telegraph Company και ξεκινά την κατασκευή το 1857. Τις εργασίες διευθύνει ο Σάιρους Φιλντ, ο Μπράιτ είναι αρχιμηχανικός και ο Γουάιτχαουζ αρχιφυσικός. Οι φρεγάτες U.S.S. Niagara[10] και H.M.S. Agamemnon[11] ξεκίνησαν στις 30 Ιουλίου. Η καθεμία κουβαλούσε το μισό του καλωδίου. Μετά, όμως, από 236 χλμ (σε σύνολο 1600 χλμ) το καλώδιο έσπασε. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες να βρουν το χαμένο καλώδιο, η επιχείρηση ξανάρχισε. Τη δεύτερη φορά ακολουθήθηκε διαφορετική μέθοδος. Οι φρεγάτες έδωσαν ραντεβού στη μέση της απόσταση, στις 26 Ιουνίου 1858 και ξεκίνησαν ν’ απλώνουν το καλώδιο σε αντίθετη κατεύθυνση. Το καλώδιο έσπασε μόνο μετά από 2 χλμ και ξανάρχισαν. Την τρίτη φορά έφταιγε το Agamemnon. Το καλώδιο καταστράφηκε από τις αβαρίες της φρεγάτας. Το σχέδιο λίγο έλειψε να εγκαταλειφθεί, όμως η υποστήριξη του καθηγητή Ουίλιαμ Τόμσον[12], προέδρου της Atlantic Telegraph Company, απέτρεψε κάτι τέτοιο. Οι φρεγάτες έφυγαν ξανά άμεσα. Το ραντεβού έγινε στις 29 Ιουλίου και μέχρι τις 5 Αυγούστου το καλώδιο είχε απλωθεί. Στις ΗΠΑ το νέο έγινε αποδεκτό με δεξιώσεις, ομιλίες, παρελάσεις. Ο θρύλος λέει πως ο όχλος που διασκέδαζε έβαλε κατά λάθος φωτιά στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης. Η υπηρεσία λειτούργησε αμέσως, μόνο για ένα μήνα όμως. Από την αρχή η μετάδοση των μηνυμάτων ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα, στις 16 Αυγούστου, η μετάδοση ενός τηλεγραφήματος εκατό λέξεων της Βασίλισσας προς τον πρόεδρο Μπουκάναν διήρκεσε 16 ώρες (και σύμφωνα με το θρύλο μόνο 25 λέξεις έφτασαν). Τελικά το καλώδιο μετέδωσε μόνο 732 τηλεγραφήματα και στις 18 Σεπτεμβρίου 1858 ανακοινώθηκε επισήμως η παύση της λειτουργίας του. Το πρόβλημα ήταν η υψηλή τάση. Ο δρ Ουίλντμαν Γουάιτχαουζ, που είχε την ευθύνη του ηλεκτρικού μέρους του σχεδίου, αγνόησε τη μαθηματική ανάλυση του Τόμσον και εφήρμοσε τη δική του θεωρία σύμφωνα με την οποία μόνο η πολύ υψηλή τάση μπορούσε να μεταφέρει τα μηνύματα. Ο Τόμσον είχε υπολογίσει ότι η μείωση του σήματος ήταν ανάλογη με το τετράγωνο της απόστασης αλλά ο Γουάιτχαουζ επέμενε ότι ήταν ανάλογη της απόστασης και ότι η αύξηση της τάσης θα ήταν αρκετή για να βελτιώσει την ποιότητά της. Από τα 600 Volts που ήταν η ενδεικνυόμενη τάση, ο Γουάιτχαουζ έφτασε στα 2000 Volts, καίγοντας έτσι τη μόνωση. Μετά την αποκάλυψη του φιάσκο η Atlantic Telegraph Company απέλυσε τον Γουάιτχαουζ. Το δεύτερο σχέδιο, το 1864 βασιζόταν σε μια εντελώς διαφορετική λογική. Τα 1400 χλμ του καλωδίου (συνολικού βάρους 9.000 τόνων( θα βρίσκονταν επάνω σε ένα μόνο καράβι, το Great Eastern[13], ίσως το μεγαλύτερο της εποχής του, με 209 μέτρα μήκος και 25 μέτρα πλάτος. Το πλήρωμά του ήταν 500 άτομα, από τα οποία χρειάζονταν 200 για να σηκώσουν την άγκυρα. Το Great Eastern έφυγε στις 23 Ιουλίου από την Ιρλανδία, όμως στις 2 Αυγούστου όλα σταμάτησαν γιατί μετά από 1737 χλμ, το καλώδιο έσπασε. Μετά από ένα χρόνο, μέχρι να βρεθούν τα αναγκαία κεφάλαια και με άλλο όνομα εταιρείας (Anglo-American Telegraph Company), το Great Eastern ξεκίνησε και πάλι. Στις 27 Ιουλίου η επιχείρηση όχι μόνο στέφτηκε με επιτυχία αλλά η αποστολή κατάφερε να βρει την άκρη του χαμένου καλωδίου του 1865 και να το συνδέσει μ’ ένα καινούργιο και να τελειώσει και δεύτερη σύνδεση. Στις 8 Σεπτεμβρίου και τα δύο καλώδιο λειτουργούσαν. Η βασίλισσα Βικτώρια και ο πρόεδρος Άντριου Τζόνσον αντάλλαξαν μηνύματα στις 29 Ιουλίου 1566. Η ταχύτητα μετάδοσης ήταν 8 λέξεις το λεπτό ενώ το κόστος για είκοσι λέξεις ήταν 100-150 δολάρια. Για την περίπτωση, ο Τόμσον απέκτησε νέο τίτλο και νέο όνομα, Λόρδος Κέλβιν. Λίγο αργότερα, στις 23 Ιουλίου, οι Γάλλοι με τη σειρά τους ένωσαν τη Βρέστη με τη Μασαχουσέτη. Τους ακολούθησε ο Ζίμενς το 1869. Σε 30 χρόνια, μέχρι το τέλος του αιώνα τα καλώδια συνέδεαν ολόκληρο τον πλανήτη. Τα υποθαλάσσια καλώδια είχαν μήκος 10.000 χλμ. Πολλά από αυτά λειτουργούσαν ακόμα και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά το χρόνο και το κόστος (18$ η λέξη) που απαιτούνταν, το τεχνολογικό επίτευγμα είναι εντυπωσιακό. Κλείνοντας, αξίζει να σημειώσουμε ότι μέχρι το 1861 είχαν απλωθεί 17.700 χιλιόμετρα υποθαλάσσιων καλωδίων. Μόνο όμως τα 4.800 από αυτά λειτουργούσαν κανονικά. Στη χώρα μας, τα πράγματα ακολούθησαν παρόμοιο δρόμο :Τα πρώτα καλώδια υποβρύχιου τηλέγραφου έχουν ποντιστεί στη Μεσόγειο το 1854. Το 1858 ανάλογα καλώδια συνδέουν τον Πειραιά με τη Σύρο. Το υποβρύχιο καλώδιο Σύρου-Χίου, που αγοράζεται την επόμενη χρονιά, συνδέει την Ελλάδα με την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Αλλά και εσωτερικά, η εναέρια τηλεγραφική σύνδεση Αθήνας, Πειραιά, Αιγίου και Πάτρας δίνει συνοχή σε μια φτωχή κοινωνία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 αρχίζει να λειτουργεί η Διώρυγα του Σουέζ κι όλα αλλάζουν. Ο δρόμος για την Ανατολή συντομεύει. Τα τηλεγραφικά καλώδια ακολουθούν τις θαλάσσιες οδούς. Το 1873 συνδέονται τηλεγραφικά τα Χανιά με τη Ζάκυνθο και η Σητεία με την Αλεξάνδρα και πέντε χρόνια αργότερα το Ηράκλειο με τη Σύρο. Μόλις ένα χρόνο πριν η τηλεφωνία έχει εισηγηθεί στην Ευρώπη.