Συνέντευξη του Γάλλου υπ. οικονομικών, το 2007, για το περιοδικό Μεταρρύθμιση. Η αξία του είναι απλώς ιστορική, αφού τα δεδομένα έχουν αλλάξει…
Η επόμενη προσπάθεια διαδοχής, θα είναι εκείνη για τη θέση του Φρανσουά Ολάντ, Γενικού Γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο συνέδριο του 2008. Ο Πιέρ Μοσκοβισί, γιος του διάσημου ψυχολόγου Σερζ Μοσκοβισί, κατάφερε να ξεχωρίσει από νωρίς, ίσως και χάρη στον καθηγητή και μέντορά του Ντομινίκ Στρος-Καν. Παρ’ όλο που έκανε τα πρώτα του πολιτικά βήματα στη ριζοσπαστική αριστερά, στην Επαναστατική Κομουνιστική Λίγκα, γρήγορα βρήκε τη θέση του στο πολιτικό γραφείο του τότε υπουργού παιδείας Λιονέλ Ζοσπέν (1984). Ευρωβουλευτής μέχρι το 1997 και βουλευτής στο Εθνικό Κοινοβούλιο από τότε, σήμερα, στα πενήντα του χρόνια, είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπου έχει την ευθύνη του τμήματος εξωτερικής πολιτικής. Η συζήτησή μας αναπόφευκτα ξεκινά από την πολιτική επικαιρότητα στη Γαλλία και μέσα από τα γεγονότα εκεί, εδώ και στην Ευρώπη, εξετάζεται το μέλλον του Σοσιαλιστικού κινήματος στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και τα κοινά προβλήματα και οι διαφορές σε κάθε χώρα.
Το κοινωνικό κίνημα στη Γαλλία, σήμερα, μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία να επανασυνδεθεί το σοσιαλιστικό κόμμα με τα φτωχότερα στρώματα;
Το σοσιαλιστικό κόμμα δεν σταμάτησε ποτέ να έχει επαφή μαζί τους. Ωστόσο, πράγματι, είναι μια ευκαιρία να επιδείξουμε ξεκάθαρη πολιτική στάση: βούληση για μεταρρύθμιση, αλλά ευνοώντας τον κοινωνικό διάλογο, αποφεύγοντας τη ρήξη. Τόσο στην ουσία, όσο και στη μορφή της, η κοινωνική σύγκρουση δίνει την ευκαιρία στο κόμμα να δείξει τη διαφορετικότητά του. Προσωπικά, πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερα να αποδεχτούμε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση, ένα είδος «οικονομικής και κοινωνικής Γκρενέλ(1)», παρά να αφήσουμε να γίνει το συγκεκριμένο μπρα ντε φερ, του οποίου δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι προβλέψιμα.
Και με την αριστερά του; Ποια μπορεί να είναι η σχέση του Σοσιαλιστικού Κόμματος μ’ αυτήν;
Τα εκλογικά αποθέματα από αυτήν την πλευρά είναι σήμερα περιορισμένα, με διαφορές από τη μία εκλογική αναμέτρηση στην άλλη, φυσικά. Έτσι, οι πράσινοι κερδίζουν ακόμη υψηλά ποσοστά στις ευρωπαϊκές εκλογές, ενώ άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν εξαιρετικές επιδόσεις στις τοπικές εκλογές, ιδιαίτερα εκεί που διαθέτουν ιστορικά προπύργια. Αλλά η τάση είναι ξεκάθαρη: η γαλλική ριζοσπαστική αριστερά δεν είναι παρά μια περιθωριακή δύναμη. Η άλλη παράμετρος, είναι η αναγέννηση του κέντρου ως πολιτική δύναμη. Ο Φρανσουά Μπαϊρού δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστερός, αλλά σίγουρα αποτελεί αντιπολίτευση για τον πρόεδρο Σαρκοζί. Έτσι, στο σημερινό νέο πολιτικό σκηνικό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα πρέπει πρώτα να σκεφτεί τρόπους να ανανεωθεί, να επανιδρυθεί, να οργανώσει γύρω του ευρείες συμμαχίες που θα συγκεντρώνουν όλες τις προοδευτικές δυνάμεις.
Πού οφείλεται η περίοδος σοσιαλιστικής «ύφεσης» που περνά το κόμμα σας, όπως και άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα;
Αξίζει να εξετάσουμε την τάση «δεξιοποίησης» των δυτικών κοινωνιών, ως αποτέλεσμα κυρίως της δημογραφικής γήρανσης. Από τη μια γιατί αυτή η «δεξιοποίηση» βασίζεται σε στοιχεία που είναι κατά βάση συγκυριακά. Κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για το δημοψήφισμα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη, στη Γαλλία, πριν από δύο χρόνια, πολλοί καυχήθηκαν για την αναγέννηση ενός κινήματος της «καθαρής» αριστεράς. Δύο χρόνια μετά, η δύναμη αυτής της αριστεράς -που πρέπει να σημειώσουμε ότι στην προεδρική εκλογική αναμέτρηση, την άνοιξη του 2007, οι υποψήφιοί της έφεραν αποτελέσματα πολύ κάτω του 5%- αμφισβητείται. Έτσι, παρ’ όλο που η γαλλική κοινωνία φαίνεται ότι «δεξιοποιείται», αυτό συμβαίνει όχι τόσο γιατί οι καρδιές των ψηφοφόρων άλλαξαν προτίμηση, αλλά γιατί το συγκεκριμένο ιδεολογικό κίνημα αντιπροσωπεύεται από ένα κόμμα, το κόμμα του προέδρου Σαρκοζί, του οποίου η συνοχή και η εμβέλεια ενισχύθηκαν σημαντικά. Στη Γερμανία παρατηρούμε μια αντίστοιχη τάση: η κυβέρνηση Σρέντερ «έπεσε» επειδή η Ατζέντα 2010 θεωρήθηκε προσανατολισμένη προς τα δεξιά, κάτι που δείχνει την επιμονή ενός δυνατού αριστερού κινήματος. Όμως, η διαλεκτική του SPD, το οποίο σήμερα συμμετέχει σ’ ένα συνασπισμό μαζί με τη δεξιά και είναι δεμένο μαζί της με συμφωνίες, δεν εισακούεται. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός συμπαθούντων της αριστεράς που «μετακινείται», δηλαδή που δεν έχει απαρνηθεί τον πολιτικό του προσανατολισμό, αλλά περιμένει να τον επικεντρώσει σ’ ένα κατάλληλο υποκείμενο, ένα κόμμα ή έναν ηγέτη που θα τον αντιπροσωπεύσει με πειστικό τρόπο και θα υλοποιήσει μια ουσιαστική εναλλακτική πολιτική απέναντι στις δυνάμεις της δεξιάς.
Επιστροφή στις αριστερές ρίζες, ή φυγή προς τα εμπρός, η εναλλακτική του μέλλοντος για την σοσιαλιστική κρίση;
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η «επιστροφή στις ρίζες της αριστεράς» ακούγεται ως μια αμυντική σπασμωδική κίνηση προς μια ιδεολογία άλλων καιρών. Η φυγή προς τα εμπρός καταλήγει συνήθως σε πλήρη έξοδο από το δρόμο. Ανάλογα με τα πολιτικά εθνικά χαρακτηριστικά – μέγεθος των κομμάτων της δεξιάς, τρόπος ψηφοφορίας, ρόλος των κομμάτων, εθνική παράδοση… – οι λύσεις είναι διαφορετικές. Στη Γαλλία του 2007, δηλαδή μια συγκεκριμένη γεωγραφική και ιστορική συντεταγμένη, πρότεινα πολλές φορές μια συγκεκριμένη μέθοδο: τη Συνέλευση της προόδου, ανοιχτή στους κεντρώους όπως και σε όλους τους αριστερούς, για να οικοδομήσουν «τον οίκο της ανανέωσης» γύρω από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, έναν προοδευτικό συνασπισμό απέναντι στην ιδιαίτερα ισχυρή και ομογενή συντηρητική παράταξη, η οποία, επιπλέον, διαθέτει έναν αναμφισβήτητο ηγέτη. Οι εργασίες της θα πρέπει να οργανωθούν γύρω από τρεις άξονες. Ο πρώτος απαιτεί βαθιά περισυλλογή για την πολιτική που θα παρουσιαστεί στο εκλογικό σώμα, δηλαδή για την ταυτότητα της αριστεράς σήμερα. Ο δεύτερος είναι τα οργανωτικά ζητήματα, ιδιαίτερα επειδή η δεξιά προπορεύεται σ’ αυτόν τον τομέα, έχοντας δημιουργήσει ένα δομημένο και συνεκτικό –άρα και κατάλληλο να κερδίσει το εκλογικό στοίχημα– μηχανισμό. Τέλος, η μορφή της ηγεσίας αυτής της νέας δύναμης.
Θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στη Γαλλία, η άμεση εκλογή του ηγέτη από τα μέλη και τους φίλους του κόμματος, όπως έγινε πρόσφατα στην Ιταλία και την Ελλάδα;
Στις δύο αυτές χώρες υπάρχει μια μεγάλη διαφορά με τη Γαλλία: στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο Πρωθυπουργός κατέχει την εκτελεστική εξουσία. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει λίγες εξουσίες, ακόμα και όταν εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία. Αντίθετα, στη Γαλλία οι προεδρικές εκλογές είναι γεγονός μέγιστης σημασίας, προσωποποιημένο και με δραματικά στοιχεία. Γι’ αυτό το λόγο, ο ορισμός του υποψηφίου είναι περισσότερο περίπλοκος. Αλλού, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εκλέγουν τον αρχηγό του κόμματος, ο οποίος, σε περίπτωση εκλογικής νίκης, γίνεται ο αρχηγός της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σε αυτά τα κόμματα συγκρούσεις, μάχες για την εξουσία… Ωστόσο η κουλτούρα του συμβιβασμού κάνει τα πράγματα να είναι περισσότερο ήρεμα. Ας μην ξεχνάμε ότι με αυτόν τον τρόπο, το 1994, ο Τόνι Μπλερ κέρδισε τον έλεγχο των εργατικών μετά από συμφωνία με τον αντίπαλό του Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της πρωθυπουργίας. Στη Γαλλία, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να εφαρμόσουμε ένα τέτοιο σύστημα για τον υποψήφιό μας στις προεδρικές εκλογές. Ωστόσο, βλέπουμε, ιδιαίτερα μέσα από πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη δημιουργία φόρουμ πολιτών, όπως για παράδειγμα η επιθεώρηση «κινήματα» (2), ότι υπάρχει το αίτημα για μια νέα μορφή ορισμού του ηγέτη, ο οποίος δεν θα απευθύνεται μόνο στα μέλη και τους φίλους, αλλά σε ολόκληρο το εκλογικό σώμα, ώστε η νομιμοποίησή του να μην είναι προϊόν απλής συμφωνίας του κομματικού μηχανισμού, αλλά το σημάδι ενός πρόσθετου εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής. Ο διάλογος, έχει ήδη ανοίξει. Προσωπικά, θα ήμουν θετικός σε ανοιχτές προκριματικές που θα μπορούσαν να δώσουν ευρεία συναίνεση στον υποψήφιο των σοσιαλιστών για την προεδρία.
Ένα από τα «εξωτερικά» θέματα που σας απασχολούν αυτήν την περίοδο είναι η επικύρωση της Νέας Συνθήκης, θέμα που απειλεί να διχάσει ξανά το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ποια είναι η δική σας θέση;
Ποτέ δεν ήμουνα πλήρως σύμφωνος με τη θέση του δημοψηφίσματος, ούτε καν το 2005. Είναι πράγματι αλήθεια ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα λεπτό για τους σοσιαλιστές. Η επιλογή είναι σχεδόν αδύνατη: να υποστηρίξουν τον πρόεδρο Σαρκοζί, να σταματήσουν την πορεία της Ευρώπης ή να φανούν διασπασμένοι. Γι’ αυτό, προτείνω την κοινοβουλευτική επικύρωση ώστε να κάνουμε γρήγορα.
Είναι δυνατόν στην Ευρώπη να υπάρξει κοινή σοσιαλιστική απάντηση που θα διαχωρίζεται από το νεοφιλελευθερισμό και θα δίνει τις δικές της λύσεις για τα προβλήματα της ανεργίας, της κοινωνικής ασφάλισης, των συντάξεων, κ.λπ.;
Φυσικά, αυτός είναι άλλωστε και ο απώτερος στόχος μας. Πρέπει όμως να υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις. Κατ’ αρχήν πρέπει να υπάρξουν κοινές θέσεις των μελών της σοσιαλιστικής ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο, οι οποίες ακόμη καθορίζονται κυρίως από εθνικά συμφέροντα. Χωρίς αμφιβολία, αυτό θα γίνει εφικτό μεσοπρόθεσμα, μέσω της εναρμόνισης των ευρωεκλογών, γεγονός που θα αυξήσει την ανεξαρτησία των ευρωβουλευτών από τα εθνικά τους κόμματα. Είμαστε μακριά από κάτι τέτοιο ακόμη, κι όμως, η ενδυνάμωση της συνοχής της Ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής Ομάδας είναι απαραίτητη για να δώσουμε κοινή σοσιαλιστική απάντηση στα προβλήματα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να επικεντρώσουμε τη δράση μας σε συγκεκριμένες δράσεις πίεσης.
Τέλος, θα πρέπει να κάνουμε και σημαντική προσπάθεια σε ιδεολογικό επίπεδο.
(1) Grenelle de l’environnement. Σύνολο πολιτικών συναντήσεων που διοργανώθηκαν στη Γαλλία τον περασμένο Οκτώβριο, με στόχο να παρθούν αποφάσεις μακράς πνοής για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη. Το όνομα Γκρενέλ είναι αναφορά στις «συμφωνίες της Γκρενέλ» το Μάη του ’68, οι οποίες ποτέ δεν υπογράφτηκαν. Γκρενέλ είναι το όνομα της οδού που βρίσκεται το υπουργείο Εργασίας και που τότε είχαν γίνει οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα συνδικάτα, την κυβέρνηση και τους εργοδότες. Για τη Γκρενέλ του Περιβάλλοντος, βλ. την επίσημη ιστοσελίδα: www.legrenelle-environnement.fr
(2) www.mouvements.info
Πηγή: Μεταρρύθμιση