Ημερίδα για την κρίση του Τύπου

Ημερίδα για την κρίση του Τύπου

Η κρίση που έφερε τον Τύπο γενικότερα και την Ελευθεροτυπία ειδικότερα, την εφημερίδα στην οποία εργάστηκα για 15 χρόνια, και που σήμερα δεν υπάρχει πια στα περίπτερα, στην κατάσταση που είναι σήμερα ήταν μια κρίση προαναγγελθείσα.

Από τους συντάκτες της ίδιας της Ελευθεροτυπίας που δημοσίευσαν πολλές φορές γνώμες, απόψεις, συνεντεύξεις, για το θέμα.

Από τις σελίδες των «New York Times», που φιλοξένησε η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, μέσα στις οποίες η κρίση του τύπου αναφέρθηκε πολλές φορές. Οι ίδιοι οι «New York Times», άλλωστε, πέρασαν πολλούς κλυδωνισμούς και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε γενναίες μειώσεις μισθών και προσωπικού για να επιβιώσουν.

Από τις σελίδες της ελληνικής έκδοσης της «Le Monde diplomatique», στην καρδιά επίσης της Κυριακάτικης, που έκρουσαν εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 κιόλας.

Και θα ήθελα εδώ να κάνω μια παρένθεση λέγοντας πώς συνεργάτες της Ελευθεροτυπίας εξακολουθούν να μεταφράζουν αφιλοκερδώς κείμενα και να τα αναρτούν στο διαδίκτυο στη διεύθυνση monde-diplomatique.gr. Προσπαθούμε, να φτιάξουμε ένα καινούργιο μοντέλο ηλεκτρονικής έκδοσης, ως μια εναλλακτική απάντηση στην κρίση του Τύπου, κρατώντας όλα τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας και της ερευνητικής δημοσιογραφίας, μετακομίζοντας, όμως από το χαρτί στο δίκτυο. Εκεί που μοιάζει πλέον να μεταφέρεται ο φυσικός χώρος του Τύπου μαζί με μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών.

Ασφαλώς το διαδίκτυο έριξε κι αυτό μια σφαίρα εναντίον του Τύπου, πήρε όμως – μαζί και με πολλά σκουπίδια – τη σκυτάλη της δημοσιογραφίας με Δ κεφαλαίο. Αυτή τη στιγμή γίνονται πολλές προσπάθειες να βρεθεί ένα μοντέλο ενημέρωσης ηλεκτρονικής μορφής, που θα είναι βιώσιμο. Ν’ αναφέρω απλώς ενδεικτικά της προσπάθειες του καλού συναδέλφου Άρη Χατζηστεφάνου και της ομάδας του, που με τα ντοκιμαντέρ Χρεωκρατία και Καταστρόικα, έφερε στο φως τις αθέατες και σκοτεινές πλευρές της πολύμορφης ελληνικής κρίσης, κάνοντας έκκληση για χρηματοδότηση από το κοινό του. Δεν είναι βεβαίως η μοναδική προσπάθεια, κι εμείς, όσοι εκδίδαμε την ελληνική έκδοση της «Le Monde diplomatique» στην Ελευθεροτυπία, αρνούμαστε να δεχτούμε ότι μια ευρωπαϊκή φωνή ανεξάρτητης δημοσιογραφίας μπορεί να σωπάσει γιατί μια Ανώνυμη Εταιρεία χρεοκόπησε. Σας καλούμε λοιπόν να επισκέπτεστε τις σελίδες στη διεύθυνση monde-diplomatique.gr και να βοηθήσετε στην προσπάθειά μας αυτή. Πού δεν είναι μοναδική άλλωστε: δύο περιοδικά, το unfollow και το Mono προσπαθούν ήδη να συνεχίσουν τη δημοσιογραφική παράδοση της Ελευθεροτυπίας. Όλα αυτά δεν είναι διαφήμιση της δικής μας ιδιαίτερης προσπάθειας ή κάποιων άλλων συναδέλφων μας, είναι πάνω απ’ όλα προσπάθειες ανθρώπων που έχασαν την δουλειά τους, και αγωνίζονται να επανενταχτούν στην αγορά εργασίας του Τύπου ανοίγοντας νέους δρόμους.

Κρίση προαναγγελθείσα, κι όμως όλοι κλείσαμε τ’ αυτιά μας στις Κασσάνδρες –όπως τις λέγαμε.

Τη δεκαετία του 1990, την ώρα που ο Τύπος και η δημοσιογραφία διερχόταν μια τεράστια κρίση αξιών σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο, με την κοινή γνώμη να δηλώνει ότι δεν έχει πια εμπιστοσύνη σε όσα διαβάζει, ακούει και βλέπει, εμείς, μπαίναμε στο Χρηματιστήριο και απαξιώναμε το περιεχόμενο του Τύπου, υποβιβάζοντάς το σε περιτύλιγμα κάθε λογής δώρων: κουπόνια για ταξίδια, καφετιέρες, μουσικά CD, με αποκορύφωμα τα DVD, που πρώτη η Ελευθεροτυπία έφερε στην ελληνική αγορά το Φεβρουάριο του 2004, με τα DVD του Discovery Channel. Τότε ήταν μια «χρυσή» επιχειρηματική ιδέα. Σε κάθε έκδοση με το DVD, η εφημερίδα κέρδιζε 30 λεπτά. Σύντομα, όταν η σκυτάλη πέρασε στις κινηματογραφικές ταινίες, η εφημερίδα έχανε 30 λεπτά με την πώληση κάθε «γεμιστής» Κυριακάτικης.

Οι εφημερίδες έχασαν το στόχο τους. Αντί να αντιτάξουν σοβαρό περιεχόμενο στην απαξίωσή τους, προώθησαν περιοδικά lifestyle και προσφορές. Αντί να αναβαθμίσουν το ρεπορτάζ τους, το περιόρισαν στο χώρο που άφηνε η διαφήμιση. Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές η «Le Monde diplomatique» εξαφανίστηκε από το σαλόνι της Κυριακάτικης προς χάριν δισέλιδης έγχρωμης διαφήμισης για προσφορές από τα Super Market Lidl.

Κανείς όμως δε μίλησε τότε. Οι εκδότες δεν προλάβαιναν να μετρούν τα κέρδη τους, επεκτείνοντας μάλιστα τις επιχειρήσεις τους σε νέους τομείς ενδιαφερόντων πέραν του Τύπου. Οι ανεξάρτητοι επιχειρηματίες όπως η ΧΚ Τεγόπουλος σε τηλεφωνικές υπηρεσίες και μικρές αγγελίες. Κάποιοι άλλοι διαπλεκόμενοι με τα κέντρα εξουσίας, σε δημόσιους διαγωνισμούς έργων και προμηθειών. Όλοι τους είναι οι αρχιτέκτονες της φούσκας που δημιουργήθηκε στο χώρο του Τύπου.

Όσο για τους εργαζόμενους, ενώ γνώριζαν, ούτε αντέδρασαν, ούτε προνόησαν, ούτε κινητοποιήθηκαν μαζικά μέσα από τις ενώσεις τους. Όσο έτρεχε το μεροκάματο, όλα καλά. Η αγορά ήταν ανοιχτή, οι χαμηλές αποδοχές στα κατώτατα όρια των συλλογικών συμβάσεων είχαν ως αντίβαρο την πολλαπλή απασχόληση, οι διάδρομοι για «διαμεσολαβήσεις» με την εκάστοτε εξουσία ήταν ορθάνοικτοι.

Ο Τύπος ευημερούσε και η φούσκα μεγάλωνε. Προφανώς σήμερα, είναι ευνόητο ότι σκάει πάνω στα κεφάλια μας.

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα την περίπτωση της Ελευθεροτυπίας.

Τα εγγενή της προβλήματα, μου τα εξήγησαν αμέσως μόλις έπιασα δουλειά εκεί: Εδώ είναι ΔΕΚΟ, μου είπαν. Και αργομισθίες είχαμε, και το σόι μας βολεύαμε και κάποιοι μισθοί στις κορυφές έφταναν τα αστρονομικά νούμερα των αποδοχών της τηλεόρασης. Άρα έφταιγαν και οι εργαζόμενοι, θα σκεφτεί κάποιος. Ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι δημοσιογράφοι, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι δεν είδαν ή δεν θέλησαν να δουν την καταστροφή να έρχεται και ανέχθηκαν μια τέτοια κατάσταση ή και κάποιοι επωφελήθηκαν από αυτή.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Οι μόνοι δημοσιογράφοι που έχουν πραγματικά ευθύνη είναι τα διευθυντικά στελέχη που, για λόγους προσωπικού συμφέροντος, ανέχθηκαν ή συναίνεσαν στις επικίνδυνες επιχειρηματικές ακροβασίες μιας ανίκανης εργοδοσίας και όχι το μεγάλο πλήθος των δημοσιογράφων, που προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανή την εφημερίδα.

Η ευθύνη των πολλών είναι που δεν πιέσαμε το συνδικάτο μας, ώστε να εγκαταλείψει τη στείρα συντεχνιακή αντίληψη που το διακρίνει για πολλά χρόνια, να συνειδητοποιήσει εγκαίρως τον επερχόμενο κίνδυνο να προετοιμαστεί, να προβλέψει και να επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της επερχόμενης κρίσης και να παρέμβει αποτελεσματικά με όλα τα μέσα που διέθετε. Έχουμε μια Ένωση που δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει το καταστατικό της, που δεν διέβλεψε με πολιτικούς όρους την επερχομένη κρίση, που αφήνει εργαζόμενους και συνταξιούχους να έχουν τον ίδιο λόγο στα δρώμενα του επαγγέλματος, που αδυνατεί να παρέμβει στη βαθιά αιμομιξία της δημοσιογραφίας με την πολιτική και τον επιχειρηματικό κόσμο ενώ άφησε -με ευθύνη και του ευρύτερου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος – να περάσουν τα σκληρά αντεργατικά μέτρα, που σήμερα αποκεφαλίζουν τα μέλη της. Και για να προλάβω αντιρρήσεις, δεν στρέφομαι κατά της ΕΣΗΕΑ, καλώ τους συναδέλφους να τη δυναμώσουμε και να βρούμε λύσεις.

Όσο για τους εργαζόμενους στην Ελευθεροτυπία, αυτό που θα μπορούσε να μας χρεώσει κανείς είναι ότι δεν επεξεργαστήκαμε και δεν προωθήσαμε έγκαιρα και αποφασιστικά ένα βιώσιμο εναλλακτικό σχέδιο διάσωσης για διαπραγμάτευση, πριν την κατάρρευση της εφημερίδας. Ίσως αρνηθήκαμε να αποδεχθούμε την κρισιμότητα της κατάστασης. Ίσως πάλι αρνηθήκαμε να επιφορτιστούμε το αναπόφευκτο οικονομικό κόστος και τους περιορισμούς που θα είχε αυτό για μας.

Τη Δευτέρα εκδικάστηκε η προσφυγή της ΧΚ Τεγόπουλος για την υπαγωγή της στο άρθρο 99 και η απόφαση δεν αναμένεται να εκδοθεί πριν περάσουν αρκετές βδομάδες. Τα ερωτηματικά όλων μας είναι πολλά. Πως μια τέτοια εφημερίδα έφτασε εκεί που έφτασε; Σε κιλά, ας πούμε, πόσα είναι το μερίδιο των εγκληματικών χειρισμών και της κακοδιαχείρισης της εταιρείας που σπατάλησε τους όποιους διαθέσιμους πόρους και που δεν προέβλεψε για το μέλλον; Πόσα είναι το μερίδιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που δεν ανέχτηκε την κριτική στην ανάλγητη και επικίνδυνη για τη χώρα πολιτική της και μπλοκάρισε τα δάνεια που περίμενε η εφημερίδα; Πόσα είναι η ανυπαρξία πραγματικού διαλόγου και σχεδίου διεξόδου από την κρίση ανάμεσα στον εργοδότη και τους εργαζόμενους, κυρίως λόγω παντελούς έλλειψης εμπιστοσύνης;

Τώρα πλέον τα «πράγματα» έχουν πάρει το δικό τους δρόμο. Αυτή τη στιγμή, 850 εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι από τον περασμένο Αύγουστο. Κάποιοι από αυτούς, ανάμεσά τους κι εγώ, επέλεξαν να φύγουν εντελώς. Κάποιοι διάλεξαν να ασκήσουν το ατομικό δικαίωμα επίσχεσης εργασίας. Οι υπόλοιποι είναι σε απεργία. Για πόσο ακόμα, άραγε; Κάθε βδομάδα, στα γραφεία της εφημερίδας, γίνεται διανομή τροφίμων, αφού υπάρχουν συνάδελφοι χωρίς καθόλου πόρους.

Η κατάσταση είναι τραγική και θα πρέπει να αποδοθούν ευθύνες γι’ αυτήν. Και όσο περνάνε οι εβδομάδες και οι μήνες, τα πράγματα θα χειροτερεύουν.

Γιατί όπως η χώρα μας χρησιμεύει ως «πειραματόζωο» για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, έτσι και η Ελευθεροτυπία, όπως και το Αλτερ, χρησιμεύουν ως φόβητρο για τους υπόλοιπους συναδέλφους σε άλλα μέσα ενημέρωσης, περιμένοντας το τελικό μπαμ της φούσκας.