Είµαι θυµωµένη. Είµαι πολύ θυµωµένη. Είµαι πάρα πολύ θυµωµένη. Πιο θυµωµένη δεν γίνεται. Και έχω πολύ καλούς λόγους για να είµαι. Κατ’ αρχάς, µε τον κύριο Ζούκερµπεργκ, ο οποίος έπεισε εκατοµµύρια θύµατα [ανάµεσα σ’ αυτά κι εγώ] ν’ ανοίξουν λογαριασµούς στη µ@#% του και µετά κάνει το περιεχόµενο ό,τι θέλει. Και µάλιστα, δεν έχεις καν το δικαίωµα ένστασης. Γράφεις, ξαναγράφεις, κλαίγεσαι, απειλείς, επικαλείσαι συνταγµατικά δικαιώµατα, και αυτός σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Facebook είµαι και το κέφι µου θα κάνω.
Αυτή είναι ήδη παλιά ιστορία που µε ταλαιπωρεί πάνω από οκτώ µήνες. Και δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί είναι προσωπική. Αλλά πού θα πάει, θα τη βρω την άκρη.
Την περασµένη βδοµάδα, όµως, ήρθε και η σειρά του Google. Λοιπόν, για να εξηγηθούµε. Εγώ αυτήν τη λογική, του πιο επισκέψιµου, δεν την κατάλαβα ποτέ µου, κυρίως γιατί µου έχει στοιχίσει πολύ, επί σειρά ετών, να πηγαίνω αντίθετα στον όχλο. Δεν µε ενδιαφέρει, κύριε, τι προτιµούν οι χιλιάδες άλλοι.
ΕΓΩ τι θέλω έχει σηµασία. Κι έτσι άργησα να µπω στην γκουγκλάνδη. Μια χαρά ήµουνα µε την Altavista µου, µε το Yahoo µου [εκείνη την εποχή, η κατηγοριοποίηση γινόταν ακόµα από ανθρώπινο χέρι και φίλοι µου που δούλευαν εκεί, µου διηγούνταν τους τροµερούς καβγάδες τους για το αν µια σελίδα πηγαίνει στη µια ή την άλλη κατηγορία] καθώς και µε µια αραχνούλα που λεγόταν Metacrawler [Τώρα που τη θυµήθηκα, την εγκατέστησα κιόλας. Κάνει συνδυαστική αναζήτηση σε Google, Yahoo και Bing.].
Και σιγά σιγά, πλάκωσε η καταιγίδα: mail, οµάδες, χάρτες, φωτογραφίες, εξειδικευµένη αναζήτηση για blogs, για ακαδηµαϊκούς, και µετά το blogspot και, πάνω απ’ όλα, οι διαφηµίσεις, το Google Αnalytics και τα συναφή [σίγουρα ξεχνάω κι άλλες “υπηρεσίες”].
Και µας έπεισαν ότι όλα αυτά είναι τσάµπα. Αφού δεν πληρώνουµε από την τσέπη µας, τσάµπα δεν είναι; Κι έρχεται µια ωραία µέρα, που λαµβάνεις ένα mail στο οποίο σου λένε: παραβήκατε τους όρους της σύµβασής µας και γι’ αυτό διακόπτουµε την υπηρεσία. Τι παράβαση έκανα, παρακαλώ; Σιγά που θα µου πούνε κιόλας. Αφού αυτοί κατέχουν την υπέρτατη αλήθεια. Αν θες, λέει, κάνε ένσταση.
Κάνω την ένσταση, η οποία δεν έχει καν χώρο να γράψεις µια παρατήρηση. Multiple choice είναι και δεν µπορείς να βρίσεις πουθενά. Σε δύο µέρες απαντάνε: Λυπούµαστε, αλλά παραβήκατε τους όρους. Χαίρετε…Για τη συγκεκριµένη υπηρεσία, σκασίλα µου. Αλλά τι θα γίνει αν αύριο µου κόψουνε το mail;
Το Facebook, το Google και οι άλλες πολυεθνικές δεν µας προσφέρονται τσάµπα. Δεν είναι ανοικτό λογισµικό, δεν είναι στη φιλοσοφία του µοιράζεσθαι. Αν ήταν έτσι, δεν θ’ άξιζαν εκατοµµύρια στα χρηµατιστήρια. Και φυσικά, πουλάνε προϊόντα: εµάς, τους χρήστες, φτηνό κρέας στις αποθήκες τους. Κι όταν δεν µας έχουν πια ανάγκη, µας πετάνε στα σκουπίδια.
Αν ήµουνα οποιοσδήποτε άλλος, αν όλα αυτά δεν ήταν µέρος της δουλειάς µου, θα τα ‘κλεινα όλα. Στο λόγο µου. Και θα µάζευα τους φίλους µου να φτιάξουµε τα παλιά BBS να τα λέµε µεταξύ µας και να πετάµε έξω όποιον µας τη σπάει. Και καλά, εγώ δεν µπορώ. Εσείς, οι άλλοι, τι θα κάνετε γι’ αυτό;