Εδώ και πολλά χρόνια το υπόγειο του εξοχικού μας χρησιμοποιείται ως αποθήκη για όλα όσα δεν καταφέραμε να χωρέσουμε στο σπίτι μας μετά από μία μεγάλη μετακόμιση. Πρόσφατα έβαλα στόχο να ανοίγω τουλάχιστον 20 κούτες και από αυτές να πετάω δύο, να χαρίζω 14 και να φέρνω πίσω στο σπίτι τέσσερις. Από τις τέσσερις αυτές που έκαναν φέτος το ταξίδι η μία είναι γεμάτη κασέτες VHS, όχι ταινίες αλλά “οικογενειακό αρχείο”: γάμοι, βαφτίσια, γιορτές, περάσματα από τα τηλεοπτικά πλατό. Στο τραπέζι που είναι θρονιασμένη η τηλεόραση από κάτω σιγά-σιγά τα ογκώδη μηχανήματα εξαφανίζονται (π.χ. το διπλό κασετόφωνο!) κι εμφανίζονται μικρά, κομψά καινούργια (π.χ. chromecast). Έχει όμως διασωθεί ένα VCR (ενώ το DVD player έχει εξαφανιστεί προ πολλού). Δεν έχω τολμήσει ακόμα να δω αν δουλεύει. Εάν προχωρήσει το project που έχω στο μυαλό μου -γεμάτο το μυαλό μου από τέτοιες ιδέες-, το πιο εύκολο θα είναι να το βάλω στην άλλη τηλεόραση (που έχει λιγότερα συνδεδεμένα μηχανήματα) και να συνδέσω το VCR με την τηλεόραση, την τηλεόραση με το laptop και να κάνω τον σταυρό μου.
Γιατί δυστυχώς οι κασέτες VHS -όπως και κάθε μαγνητοταινία -οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω χρησιμοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1920 για την ηχογράφηση ήχου- είναι ευαίσθητες κι ο μεγάλος τους εχθρός είναι ο χρόνος. Η ποιότητα επιδεινώνεται με τα παιξίματα (πέντε ώρες είναι το μέγιστο που μπορεί ν’ αντέξει), από πηγές θερμότητας ή μαγνητισμού και από την υγρασία. Αλλά και απλώς να είναι σε σωστές συνθήκες χαλάνε: χρόνια πριν είχα διαβάσει μια μελέτη που έλεγε ότι χάνουν το 15% της ποιότητάς τους κάθε 15 χρόνια. Και οι δικές μου έχουν ξεπεράσει το όριο εδώ και καιρό.
Πριν λοιπόν βουτήξω στα βαθιά είπα να θυμηθούμε μαζί αυτό το μαγικό μέσο που από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έφερε τον κινηματογράφο σε κάθε σπίτι. Να θυμηθούμε τα video club και την κουλτούρα τους, να θυμηθούμε ότι εμείς οι πιτσιρικάδες τότε νοικιάζαμε σε ένα Σαββατοκύριακο και δύο και τρεις (μέχρι που τέλειωνε το χαρτζιλίκι και κάναμε “καζάνι” το κεφάλι της μάνας να μας δώσει κι άλλο και ω! τι χαρά όταν έβρισκε 5 λεπτά να κάτσει μαζί μας, να χαζέψει “την αηδία που πήραμε”).
Το VHS (αρχικά του Video Home System) είναι παιδί της ιαπωνικής JVC που το έβγαλε στην κυκλοφορία το 1977. Όμως η JVC δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η καλύτερη. Η Philips και η Grundig στην Ευρώπη είχαν ήδη αναπτύξει το Video 2000, το οποίο μάλιστα ήταν διάδοχος του Video Cassette Recording (VCR), το οποίο χάρισε το όνομά του για πάντα στο μηχάνημα (ό,τι μάρκα και να ‘ναι). Οι κασέτες του ήταν κοντύτερες αλλά πιο “χοντρές” και πιο “βαθιές” από αυτές που ξέρουμε εμείς. Στην Ιαπωνία πάλι, η Sony δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια, είχε κι αυτή φτιάξει το Betamax ή Beta. Και οι δύο τύποι ήταν πολύ ανώτεροι τεχνικά από το VHS και αυτό αποδεικνύεται και από την επαγγελματική χρήση τους (δεν μπήκε ποτέ VHS σε τηλεοπτικό στούντιο). Γιατί όμως κέρδισε η JVC; Γιατί έκανε μια τεράστια διαφημιστική εκστρατεία και γιατί είχε την προνοητικότητα να περάσει καλύτερες συμφωνίες με τους παραγωγούς περιεχομένου (φανταστείτε ότι στα πρώτα video club υπήρχε η ίδια ταινία σε διαφορετικά format, πανικός!). Κι έτσι τα κινηματογραφικά στούντιο σιγά-σιγά προτίμησαν το VHS στο οποίο έδιναν όλες τους τις ταινίες, ο κόσμος έβλεπε ότι έχει πιο πολλές ταινίες VHS και αγόραζε μηχάνημα της JVC ή άλλης εταιρείας συμβατό με VHS. Μάθημα ζωής: ο καλύτερος δεν κερδίζει πάντα.
Το VHS κυριάρχησε για δύο δεκαετίες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν το DVD άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Κι όμως κασέτες VHS έβγαιναν μέχρι και το 2016.
Πηγή: Παράθυρο