Δημοσιογραφική έρευνα ή ακαδημαϊκή μελέτη; Πόσο απέχουν, πόσο συγκλίνουν;

Δημοσιογραφική έρευνα ή ακαδημαϊκή μελέτη; Πόσο απέχουν, πόσο συγκλίνουν;

#RetreatConference2016
Ημερίδα “Δημοσιογραφία: Επιστήμη, Τέχνη ή Τεχνική;”

Βάλια Καϊμάκη, Δημοσιογράφος, δρ Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού
Ελίνα Ροϊνιώτη, Κοινωνιολόγος,. υποψήφια δρ. Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού

Από την εποχή του Lazarsfeld και τη μελέτη των μέσων μαζικής επικοινωνίας ως μέσο προπαγάνδας και ελέγχου της κοινής γνώμης ως την ανάπτυξη των νέων ψηφιακών μέσων, τη συλλογική διαχείριση της πληροφορίας, τη διαδραστικότητα και διασυνδεσιμότητα που προσφέρουν οι νέες εφαρμογές, παρατηρείται μια υποβόσκουσα ένταση μεταξύ της έννοιας της επικοινωνίας με εκείνη της δημοσιογραφίας και της δημοσιογραφικής πρακτικής εν γένει. Πρόκειται για μια διαφοροποίηση η οποία είναι καταγεγραμμένη στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων όπου η μελέτη της επικοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης αποτελεί μια θεωρητική ομπρέλα με κριτικό-ερμηνευτικό προσανατολισμό κάτω από την οποία υπάγεται η πρακτική της δημοσιογραφίας και μια ένταση την οποία μπορεί κανείς να εντοπίσει στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου όπου η τεκμηρίωση και η εμπειρογνωμοσύνη όσον αφορά σε ζητήματα που άπτονται των μέσων μαζικής ενημέρωσης επαφίεται αποκλειστικά στους επικοινωνιολόγους. Η διάκριση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δημοσιογράφοι τείνουν να υιοθετούν μια ολοένα πιο καθημερινή, εκλαϊκευμένη γλώσσα με ιδιωματισμούς οι οποίοι ανήκουν σε γλωσσικές παραδόσεις που σίγουρα δεν ταιριάζουν με την πανεπιστημιακή έδρα, οξύνοντας ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ των δυο παραδόσεων.
Εξετάζοντας λοιπόν συγκριτικά τον τομέα της επικοινωνίας με εκείνον της δημοσιογραφία, φαίνεται ότι ο πρώτος αναφέρεται στη μελέτη του σύγχρονου μιντιακού και πολιτισμικού πλαισίου και συγκεκριμένα, στην κριτική προσέγγιση των συνθηκών και δομών εκείνων που κάνουν την εμφάνισή τους σε κάθε κοινωνικό-ιστορική περίοδο και τείνουν να διαμορφώνουν το εκάστοτε επικοινωνιακό περιβάλλον. Μελετητές και ακαδημαϊκοί της επικοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τη βοήθεια θεωρητικών εργαλείων αλλά και πειραματικών σχεδιασμών, διερεύνησαν τη σχέση των μίντια με την κυρίαρχη ιδεολογία και τους πολιτικούς θεσμούς, τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ διαμορφώνουν την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα και πώς εν τέλει, συμπαρασύρουν άλλους τομείς όπως η αισθητική και η τέχνη. Παράλληλα, δεν παρέλειψαν να ασχοληθούν εκτεταμένα με την ανάδυση των λεγόμενων big media, δηλαδή των μιντιακών υπέρ-ομίλων και της επιρροής που τείνουν να ασκούν στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, αναγνωρίζοντας ως βασικό διακύβευμα, εκείνο της δημοκρατίας.
Η δημοσιογραφία από την άλλη πλευρά, τείνει να λαμβάνει ένα πιο πρακτικό και εξειδικευμένο περιεχόμενο αφού στόχος της είναι η συλλογή πληροφοριών, η καταγραφή και αποτύπωση των καθημερινών γεγονότων. Κατά πολλούς θεωρητικούς, η δημοσιογραφία παράγει αφηγήσεις οι οποίες επιτρέπουν την ανάδυση, συγκρότηση και εν γένει, διατήρηση της κοινής μας εμπειρίας ως πολίτες και ως κοινωνικά όντα, σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο (Jorgensen & Hanitzsch, 2009, 3). Αν και η δημοσιογραφία ως επαγγελματικός κλάδος έχει υποστεί πολλές αλλαγές λόγω της εισόδου των νέων τεχνολογιών, της κουλτούρας του πληθοπορισμού (crowdsourcing), του citizen witnessing, δηλαδή της μη επαγγελματικής και εθελοντικής καταγραφής των γεγονότων από πολίτες, αλλά και της ιδεολογικής έκπτωσης που έχει υποστεί ο κλάδος λόγω έλλειψης πόρων, παραμένει ένας τομέας μείζονος κοινωνικής και πολιτικής σημασίας ο οποίος απασχολεί έντονα το δημόσιο διάλογο.
Το ερώτημα που δημιουργείται λοιπόν, είναι αν οι προαναφερόμενες διαφορές και εντάσεις εκφράζουν ένα υπαρκτό χάσμα ανάμεσα στην επικοινωνία και τη δημοσιογραφία και αν φυσικά είναι δυνατόν αυτό να αποτυπωθεί πρακτικά. Μία από τις μεθόδους που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να επιχειρήσουμε μια απάντηση είναι η συγκριτική μελέτη. Ως βάση θα χρησιμοποιήσουμε δυο γραπτά κείμενα που πραγματεύονται τις τεχνικές προπαγάνδας που χρησιμοποίησε η αμερικάνικη κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τον πόλεμο κατά του Ιράκ το 2003. Τα κείμενα που θα χρησιμοποιήσουμε ως μελέτη περίπτωσης είναι «Τα ψέματα του κράτους» του Ignacio Ramonet, διευθυντή της «Le Monde diplomatique» και το «Media, War, and Propaganda: Strategies of Information Management During the 2003 Iraq War», του γνωστού θεωρητικού Deepa Kumar. Απώτερος στόχος είναι να αποτυπώσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ίδιο θέμα ένας δημοσιογράφος και ένας θεωρητικός των μίντια και να καταγράψουμε πιθανές διαφορές και ομοιότητες.
Τα δομικά χαρακτηριστικά των προαναφερόμενων κειμένων θα μπορούσαν να χωριστούν σε δυο ενότητες: α) Διάρθρωση κειμένου και ανάπτυξη επιχειρηματολογίας και β) γλωσσολογικά στοιχεία.
Διάρθρωση κειμένου και ανάπτυξη επιχειρηματολογίας
Προκειμένου να προσεγγίσουμε κριτικά ένα κείμενο οφείλουμε αρχικά να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο αυτό διαρθρώνεται και δομείται. Για να πετύχουμε το σκοπό αυτό σημαντικό να εξάγουμε τις επιμέρους θεματικές του ή με άλλα λόγια, τα κυρίαρχα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας. Η θεματική ανάλυση αποτελεί μια κλασική ποιοτική μέθοδο έρευνας σύμφωνα με την οποία ένα κείμενο κωδικοποιείται και αναλύεται βάσει των θεματικών που αναπτύσσονται, παράγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα θεματικό χάρτη του κειμένου. Η αρχική κωδικοποίηση των δεδομένων, η διερεύνηση των μοτίβων που διατρέχουν το κείμενο, καθώς και η μετέπειτα αναγωγή τους σε γενικότερες, ευρύτερες αναλυτικές θεματικές κατηγορίες, επιτρέπουν τη συστηματική ανάλυση του (Aronson 1994; Guest et al 2012). Κατ’ επέκταση, και εφαρμόζοντας τη ποιοτική μέθοδο της θεματικής ανάλυσης στα υπό εξέταση κείμενα, αναδύονται οι εξής κοινές θεματικές:
– Κρατικός Μηχανισμός Προπαγάνδας
– Μίντια ως εντεταλμένα μέσα προπαγάνδας
– Μίντια ως μέσα ελέγχου του κράτους
Και τα δυο κείμενα λοιπόν επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο η αμερικάνικη κυβέρνηση μέσα από πολύπλοκους και εν μέρει, περίτεχνους μηχανισμούς, ασκεί έναν δριμύτατο επικοινωνιακό έλεγχο, ανασκευάζοντας και συχνά κατασκευάζοντας τα πολιτικά γεγονότα εις όφελός της. Και στα δυο κείμενα, οι στρατηγικές και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα που ακολουθεί ή ιστορικά έχει ακολουθήσει η αμερικάνικη κυβέρνηση, αποκαλύπτονται μέσα από μαρτυρίες, ιστορικά συμβάντα και αποσπάσματα του τύπου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ramonet, στις αρχές του 2000 και υπό τον έλεγχο του Πενταγώνου, συστάθηκε ειδικό γραφείο που θα διαχειρίζεται τη ροή και το είδος της πληροφορίας προς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας- πρόκειται επί της ουσίας για το λεγόμενο ΓΣΕ ή αλλιώς, Γραφείο Στρατηγικής Επιρροής, στο οποίο μπορεί να καταλογίσει κανείς ψυχροπολεμικές τακτικές. Με τη βοήθεια μυστικών υπηρεσιών και κυβερνητικών φορέων, τέθηκε σε εφαρμογή μια ολόκληρη μηχανή συγκέντρωσης πληροφοριών και δεδομένων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχουν τον εξής στόχο: τη συσχέτιση της δράσης της Αλ Κάϊντα με τον Χουσεΐν και την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής. Το αφήγημα περί τρομοκρατικής απειλής στην περιοχή του Ιράκ και η χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσα από επικοινωνιακές στρατηγικές, στόχευαν στην δημόσια υπεράσπιση και αιτιολόγηση της επιχείρησης «Σοκ και Δέος», που ήταν η κωδική ονομασία της στρατιωτικής επιχείρησης της Αμερικής ενάντια στο Ιράκ. Κεντρική θέση στην ανάπτυξη αυτής της εμπόλεμης φιλολογίας κατείχαν όπως ήταν αναμενόμενο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
Από την άλλη πλευρά αλλά στο ίδιο πλαίσιο, ο Kumar θα αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίο η αμερικάνικη κυβέρνηση τα τελευταία 20 χρόνια έχει αναπτύξει ένα ολόκληρο σύστημα αξιοποίησης προς όφελός της και ελέγχου της λειτουργίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης (Kumar, 2006, 50). Η άνοδος των μεγάλων αμερικάνικων μιντιακών ομίλων και η συνακόλουθη ανάπτυξη ενός μιντιακού ολιγοπωλίου, ενίσχυσε τους δεσμούς της αμερικάνικης κυβέρνησης με τα μέσα ενημέρωσης, παράγοντας ένα εκτεταμένο δίκτυο συμφερόντων, εξουσίας και διαπλεκόμενων σχέσεων, το οποίο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο A.R.Dimaggio στο βιβλίο του Mass Media, Mass Propaganda, δεν εκπροσωπεί απλά τον επιχειρηματικό κόσμο της Αμερικής, αντίθετα αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της αμερικάνικης εταιρικής κουλτούρας (Dimaggio, 2009, 19). Αυτήν ακριβώς την εταιρική κουλτούρα, εμποτισμένη με τις πολιτικές και επικοινωνιακές επιδιώξεις της αμερικάνικης κυβέρνησης, μπορεί κανείς να αναζητήσει ήδη μάλιστα από την περίοδο του Ισπανοαμερικανικού πολέμου το 1898 σε περιόδους έντονης πολεμικής δραστηριότητας, (Kumar, 2006, 49).Στο πλαίσιο αυτό, οι ρητορικές στρατηγικής που τείνει να χρησιμοποιεί η αμερικάνικη κυβέρνηση προκειμένου να πετύχει τους επικοινωνιακούς στόχους της, αφορούν στην δημιουργία και καλλιέργεια εντυπώσεων στο ευρύ κοινό. Αυτό το πετυχαίνει είτε μέσα από την κοινή στάση των στελεχών της να μην επιβεβαιώνουν αλλά ούτε να διαψεύδουν μια είδηση, είτε μέσα από τη κατασκευή και προώθηση υποθετικών σεναρίων. Πρόκειται ουσιαστικά για την προπαγανδιστική τεχνική της μεταφοράς η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και ενίσχυση αρνητικών συνειρμών στο κοινό.
Οι δυο συγγραφείς προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την προαναφερόμενη επιχειρηματολογία τους θα προβούν σε διαφορετικές μεταξύ τους τακτικές. Από τη μια μεριά, ο Ramonet θα επιδοθεί σε μια ανασκόπηση των γεγονότων εκείνων της αμερικάνικης ιστορίας που αποδεικνύουν τα διαχειριστικά ψέματα εκ μέρους της αμερικάνικης κυβέρνησης. Η καταστροφή του θωρηκτού Μέιν το 1898, ο πόλεμος του Βιετνάμ το 1964, το γνωστό σκάνδαλο Ιράνγκεϊτ, με τη μυστική οικονομική ενίσχυση των «Κόντρας» στη Νικαράγουα το 1985, ο πόλεμος του Κόλπου το 1991, είναι μερικά μόνο από τα ιστορικά παραδείγματα μέσα από τα οποία διαφαίνονται τα «ψέματα του κράτους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο τίτλος του κειμένου
Ο Kumar, από την άλλη πλευρά, θα αναφερθεί στις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν τις σχέσεις του αμερικάνικου κράτους και των μίντια, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να αιτιολογήσει τη νομοτελειακή πια ανάμειξη των μεγάλων μιντιακών ομίλων στην αμερικάνικη πολιτική. Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των μίντια εμφανίζονται συνδεδεμένα με εκείνα της αμερικάνικης κυβέρνησης, με αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι να λειτουργούν σαν αυτόκλητοι προστάτες της κυβέρνησης, υιοθετώντας τακτικές οι οποίες ενδυναμώνουν την επίσημη κυβερνητική γραμμή. Ο Kumar μέσα από καταγεγραμμένες αναφορές, θα κάνει λόγο για μια οργανωμένη αυτολογοκρισία από πλευράς των μίντια, ενώ παράλληλα θα περιγράψει το ασφυκτικά περιορισμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο οι δημοσιογράφοι καλούνται να επιτελέσουν το έργο τους. Συγκεκριμένα θα αναφέρει ότι λόγω της περιορισμένης πρόσβασης που τους δίδεται από το Πεντάγωνο στο πεδίο της μάχης, οι πολεμικοί ανταποκριτές μεταμορφώνονται σε φερέφωνα της αμερικάνικης κυβέρνησης, προβάλλοντας συγκεκριμένες και πολιτικά αβλαβής πια πληροφορίες.
Από την άλλη πλευρά και ενώ και οι δυο συγγραφείς δομούν την επιχειρηματολογία τους γύρω από το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ κράτους και μέσων μαζικής ενημέρωσης, με επίκεντρο φυσικά την έννοια της προπαγάνδας, θα προβάλουν συνειδητά και την άλλη όψη του νομίσματος, το ρόλο δηλαδή που τα μίντια τείνουν να έχουν ως μέσα ελέγχου του κράτους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολιτικά σκάνδαλα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας από μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως χαρακτηριστικά θα αναφέρει ο Ramonet ή ότι πολλοί δημοσιογράφοι, όπως θα αναφέρει ο Kumar. οι οποίοι επέλεξαν να αγνοήσουν άνωθεν εντολές και να προχωρήσουν απρόσκοπτα την έρευνά τους, στοχοποιήθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο και οι δυο συγγραφείς επιχειρούν μια πιο σφαιρική προσέγγιση του φαινομένου που μελετούν, αποφεύγοντας μια πιθανή δαιμονοποίηση των δημοσιογράφων.

Γλωσσολογικά στοιχεία
Η ανάλυση των γλωσσολογικών στοιχείων ενός κειμένου είναι απαραίτητη διαδικασία προκειμένου να προχωρήσουμε σε μια εις βάθος μελέτη του κειμένου, η οποία στη συνέχεια θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε τα όποια ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, αναγνωρίζοντας φυσικά κατ’ αυτόν τον τρόπο, το γεγονός ότι η βεμπεριανή έννοια της αξιολογικής ουδετερότητας αποτελεί μια κατ’ ουσίαν θεωρητική κατασκευή και ότι η εξουσία, κατά τη φουκωϊκή παράδοση, μετουσιώνεται στο λόγο. Κατ’ επέκταση, το γλωσσολογικό ύφος του συγγραφέα, η χρήση των σημείων στίξης, η επιλογή των λέξεων, η συχνότητα εμφάνισης μια λέξης, ακόμα και η χρονική συγκυρία των γεγονότων, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε ένα κείμενο και να χρησιμοποιήσει ως αναλυτικές κατηγορίες και μάλιστα ιδεολογικού περιεχομένου. Στην περίπτωση των κειμένων του Ramonet και του Kumar , θα μας απασχολήσει:
Α) Η χρήση αξιολογικών επιθέτων, τα οποία τείνουν να προσδίδουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο στα πεπραγμένα, αποτυπώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αξιολογικές κρίσεις του συγγραφέα (Λέανδρος, Παπαδοπούλου, Ψύλλα 2011, 248)
Β) Η παθητικοποίηση της γλώσσας ή με άλλα λόγια η χρήση της παθητικής γλώσσας η οποία δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να διατηρήσει μια απόσταση ασφαλείας από τα γεγονότα (Πολίτης, 2008)
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα μπορέσουμε να μελετήσουμε τις ομοιότητες και διαφορές που έχουν τα δυο κείμενα σε επίπεδο «επιτελεστικότητας του λόγου», αφού ο τρόπος με τον οποίο οι συγγραφείς παρουσιάζουν τα γεγονότα, σχετίζεται με μια σειρά αποδοχών από πλευράς τους, οι οποίες έχουν να κάνουν με το είδος της πληροφορίας που θέλουν να μεταδώσουν, τους εκάστοτε πολιτισμικούς κώδικες που οφείλουν να ενσωματώσουν στο κείμενό τους, στο κοινό που απευθύνονται κλπ (Broersma 2010).
Στο κείμενο λοιπόν του Ramonet, όπως βέβαια συνηθίζεται στα δημοσιογραφικά κείμενα γνώμης, απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε παθητικοποίηση της γλώσσας. Χρησιμοποιώντας επί τον πλείστον, ενεργητική φωνή, ο Ισπανός δημοσιογράφος αποδίδει ένα πιο καταγγελτικό ύφος στη γραφή του, χωρίς να αποφεύγει να αποδώσει ευθύνες στην αμερικάνικη κυβέρνηση. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι συχνά στη συμπερασματολογία του, χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο πληθυντικού δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και σε ένα καθαρά λεκτικό επίπεδο, δυο στρατόπεδα- εκείνο της κυβέρνησης, το οποίο έχει ηθική ευθύνη για τις πράξεις και επιλογές της και εκείνο του λαού, το οποίο ασκεί κριτική στο κράτος. Αναμενόμενο επίσης είναι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κείμενο προβάλει έναν έντονα αξιολογικό λόγο, επισημαίνοντας την ύπαρξη «αμφιλεγόμενων πληροφοριών», τη δράση «πολεμοχαρών μέσων», τη λειτουργία «προπαγανδιστικής μηχανής» και «μυστικής σέκτας», κάνοντας λόγο για «αλαζονεία, όμοια μ’ εκείνη των πιο μισητών καθεστώτων του εικοστού αιώνα», για «κυνήγι κιτρινισμού» και «μοντέρνα πλύση εγκεφάλου» και μια σειρά άλλων αξιολογικών επιθέτων τα οποία έρχονται να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία περί ψευδολογίας του κράτους. Μάλιστα στο κείμενο του Ramonet, η λέξεις ψέματα και ψεύτικα εμφανίζεται 18 φορές, ενισχύοντας την σκοπιμότητα του κειμένου.
Από την άλλη πλευρά, το κείμενο του Kumar, ακολουθώντας τη λογική ενός ακαδημαϊκού κειμένου, χρησιμοποιεί πλάγιο και παθητικό λόγο προκειμένου να δώσει μια πιο «αντικειμενική» οπτική των πραγμάτων. Η χρήση στατιστικών και αριθμητικών δεδομένων του επιτρέπει να δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες πτυχές των γεγονότων χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε αξιολογικές κρίσεις. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι η αναφορά περί της ύπαρξης ενός Οργουελικού κράτους εμφανίζεται τρεις φορές στο κείμενο, γεγονός το οποίο υποδεικνύει και το θεωρητικό προσανατολισμό του συγγραφέα.
Μέσα από τη δομική και γλωσσολογική μελέτη των δυο κειμένων, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τόσο η ανάλυση του Ramonet όσο και του Kumar, διαθέτουν κοινά δομικά χαρακτηριστικά, ενώ παρουσιάζεται μια απόκλιση σε σχέση με τα επιμέρους γλωσσολογικά στοιχεία. Κατ’ επέκταση, επιθυμώντας κανείς να ασχοληθεί με τις σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ αμερικάνικης κυβέρνησης και μίντια και τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις αυτές παράγουν και αναπαράγουν ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής διαπλοκής, είναι σίγουρο ότι και τα δυο κείμενα αποτελούν εξίσου σημαντικά σημεία αναφοράς. Ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνεται η επιχειρηματολογία τους, οι ιστορικές αναφορές τους, η χρήση πηγών και μαρτυριών, αποτελούν κοινά σημεία και στα δύο κείμενα. Η γλωσσολογική φόρμα από την άλλη πλευρά που θα επιλέξει κανείς, εξαρτάται από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να θέσουμε κι ένα καθαρά πρακτικό ερώτημα στην ακαδημαϊκή μας ζωή. Γιατί το τεκμηριωμένο ρεπορτάζ δεν αναγνωρίζεται ως ακαδημαϊκή εργασία αλλά υποβιβάζεται στο κομμάτι των «εργασιών»-«πρακτικής άσκησης»-«αναγκαίου κακού»; Πιστεύουμε πώς ακόμα περισσότερες συγκριτικές μελέτες «αρίστων» τόσο ρεπορτάζ όσο και ακαδημαϊκών εργασιών όπως αυτών που παρουσιάσαμε σήμερα, θα έκαναν δύσκολη την απόρριψη του τεκμηριωμένου ρεπορτάζ ως ισάξιου μιας ακαδημαϊκής εργασίας. Αυτό βέβαια εάν έχουμε και το θάρρος να ξεπεράσουμε το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης, μεταξύ θεωρητικών της επικοινωνίας και δημοσιογράφων. Στην πραγματικότητα και οι δύο θα έπρεπε απλώς να υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο.

Aronson, J. (1994). A pragmatic view of thematic analysis. The Qualitative Report, 2(1)

Broersma M. (2010). Journalism as performative discourse. The importance of form and style in journalism. In V. Rupar (ed)., Journalism and Meaning-making: Reading the Newspaper. Cresskill, N.J.: Hampton Press. pp. 15-35.

Dimaggio A.R. (2009). Mass Media, Mass Propaganda. Lexington Books
Guest, Greg; MacQueen, Namey (2012). Applied Thematic Analysis. Sage Publications

Jorgensen K.W., Hanitzsch T. (2009). The Handbook of Journalism Studies. Routledge

Kumar D. (2006). Media, War, and Propaganda: Strategies of Information Management During the 2003 Iraq War. Communication and Critical/Cultural Studies, Vol. 3, No. 1, March 2006, pp. 48/69

Λέανδρος Ν., Παπαδοπούλου Δ., Ψύλλα Μ. (2011). Η «κρίση» στον τύπο. Μια θεματική και γλωσσολογική ανάλυση. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ.134, ΕΚΚΕ

Πολίτης Π. (επιμ.), (2008). Ο λόγος της μαζικής επικοινωνίας. Το ελληνικό παράδειγμα, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη

Ramonet I., Τα ψέματα του κράτους, Le Monde diplomatique, Ιούλιος 2003.