Έχω µια καινούρια θεωρία. Από αυτές που µου ξεφυτρώνουν [σαν µανιτάρια µετά τη βροχή] στον εγκέφαλο, χωρίς να τις ζητήσω. Αυτή είναι, µάλιστα, από τις πιο εκκεντρικές που έχω σκεφτεί ποτέ. Αφορά στα κινητά τηλέφωνα. Αυτά τα καινούρια, τα αϊφόνια, τα ανδροΐντια, τα γουιντοζάκια [που έρχονται, λέει, στην αγορά δυναµικά]. Η θεωρία µου είναι ότι απευθύνονται αποκλειστικά στους µεσήλικες. Και ιδιαίτερα στους µεσήλικες που θέλουν να κάνουν τα τζόβενα. Μη βιαστείτε να χαµογελάσετε, γιατί τα επιχειρήµατα που έχω είναι µπετονένια.
Πρώτα και κύρια, είναι πανάκριβα. Και ποιος νεαρός ενήλικας [που δε χαρτζιλικώνεται ακόµα από τους γονείς] της γενιάς των 700 ευρώ έχει να δώσει το µισθό του για κινητό; Να σας πω εγώ. Κανείς. Άρα, τάργκετ γκρουπ, οι µεσήλικες. Κατά δεύτερον, και φαρµακερότερον, ποιος νεαρός ενήλικας έχει καιρό να παίζει δυο µήνες µε το κινητό του, να γράφεται σε ιστοσελίδες, να κατεβάζει εφαρµογές, να ενηµερώνεται από περιοδικά, να περνάει δεδοµένα, µέχρι να καταφέρει να τηλεφωνήσει για πρώτη φορά; Να σας πω εγώ. Κανείς. Άρα, τάργκετ γκρουπ, οι µεσήλικες. Εάν τα παραπάνω δεν ισχύουν, τότε κάτι δεν πάει καλά στο γιαλό. Είναι στραβός. Γιατί τότε ζούµε σε µια κοινωνία που οι νεαροί ενήλικες έχουν λεφτά και έχουν και χρόνο. Και η πλατεία Συντάγµατος δεν υπήρξε ποτέ, παρά µόνο για το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ξέρετε εσείς πού υπάρχει αυτή η κοινωνία; Πια; Γιατί κάπως έτσι ζήσαµε εµείς, ως νεαροί ενήλικες, µε τα λεφτά που οι γονείς δανείζονταν από τις τράπεζες, πριν σκάσει η χρηµατοπιστωτική φούσκα.
Σε λίγο δε, τα κινητά αυτά θα είναι για υπερήλικες. Γιατί ούτε και οι µεσήλικες θα έχουν τα χρήµατα ή το χρόνο να ασχοληθούν µ’ αυτά. Και σε λίγο ακόµα, ούτε καν για υπερήλικες, γιατί η σύνταξη, ως έννοια, δε θα υπάρχει.
Με λίγα λόγια η εποχή των γκάτζετ µάλλον τελείωσε για την Ελλάδα. Στον ακήρυχτο πόλεµο, τον οποίο βιώνουµε τους τελευταίους µήνες και για τον οποίο δεν προλάβαµε καν ν’ αδειάσουµε τα ράφια των σούπερ µάρκετ, όπως έκαναν γονείς και παππούδες στην επιστράτευση του ’73 για την Κύπρο [το πιο κοντινό που φέρνει σε πόλεµο για τη δικιά µου γενιά], τα γκάτζετ, δηλαδή η καινοτοµία, το ντιζάιν, η διασκέδαση δεν έχουν πια θέση, παρά µόνο στην τσέπη λίγων τυχερών [των γερο-Λαδάδων του –παγκοσµιοποιηµένου πια– χωριού µας].
Όσοι έχετε διαβάσει τα “Εκατό χρόνια µοναξιά”, θα θυµάστε ίσως τους γύφτους που στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Μακόντο, έδειχναν τον πάγο στους έκπληκτους χωρικούς. Μετά ήρθε η ανάπτυξη, το τρένο, ο ηλεκτρισµός, τα εργοστάσια της µπανάνας. Και µετά η µεγάλη απεργία, οι δολοφονίες, ο µαρασµός. Κι έπειτα ξαναγύρισαν οι γύφτοι κι έδειχναν ξανά τον πάγο σε νέες γενιές έκπληκτων [εκ νέου] χωρικών.
Ας ελπίσουµε ότι τα εγγόνια µας δε θα είναι τόσο άτυχα, ώστε να µη γνωρίζουν τι είναι κινητό τηλέφωνο [διάβαζε τεχνολογικός πολιτισµός]. Ελπίζω, δηλαδή, να µη ζουν σε µια κοινωνία νεόπτωχων. Ελπίζω, ταυτόχρονα, ότι κανείς δε θα τους προσφέρει το τελευταίο µοντέλο στα 12 τους χρόνια. Ελπίζω να µη ζουν στη νεόπλουτη κοινωνία που ζήσαµε εµείς και µας έφτασε εδώ που είµαστε.